visa - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

visa (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "visa" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "visa" στα Ισπανικά, χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA), είναι: /ˈbisa/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "visa" αναφέρεται σε ένα έγγραφο, συνήθως που εκδίδεται από μια χώρα, που επιτρέπει σε ένα άτομο να εισέλθει και να παραμείνει σε αυτή τη χώρα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι βίζες είναι σημαντικές για τον διεθνή ταξιδιωτικό κανονισμό και μπορούν να έχουν ποικίλες κατηγορίες ανάλογα με τον σκοπό ταξιδιού (τουρισμός, δουλειά, σπουδές κ.λπ.).

Χρήση στη Γλώσσα Ισπανικά
Η λέξη "visa" χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, κυρίως σε περιπτώσεις που αφορούν ταξίδια, νομικά θέματα και διπλωματία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Necesito una visa para viajar a España.
    (Χρειάζομαι μια βίζα για να ταξιδέψω στην Ισπανία.)

  2. La visa de trabajo me permite vivir en otro país.
    (Η βίζα εργασίας μου επιτρέπει να ζω σε άλλη χώρα.)

  3. ¿Qué documentos necesito para solicitar la visa?
    (Ποια έγγραφα χρειάζομαι για να ζητήσω τη βίζα;)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "visa" μπορεί να συναντηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Visa de estudiante
    (Βίζα σπουδαστή)
    → "Para estudiar en el extranjero, necesitas una visa de estudiante."
    (Για να σπουδάσεις στο εξωτερικό, χρειάζεσαι βίζα σπουδαστή.)

  2. Visa de residencia
    (Βίζα διαμονής)
    → "Ellos solicitan una visa de residencia para establecerse aquí."
    (Αυτοί ζητούν μια βίζα διαμονής για να εγκατασταθούν εδώ.)

  3. Visa de tránsito
    (Βίζα διέλευσης)
    → "Necesitaba una visa de tránsito para hacer una escala en el país."
    (Χρειαζόμουν μια βίζα διέλευσης για να κάνω μια στάση στη χώρα.)

  4. Obtener una visa
    (Αποκτώ μια βίζα)
    → "Es importante obtener una visa antes de tu viaje."
    (Είναι σημαντικό να αποκτήσεις μια βίζα πριν το ταξίδι σου.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "visa" προέρχεται από το λατινικό "visa", που σημαίνει "κατά nhìn way", που αναφέρεται στην προεδρική ή κυβερνητική έγκριση ενός εγγράφου για ταξίδι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- θεώρηση
- άδεια

Αντώνυμα:
- άρνηση
- απαγόρευση



23-07-2024