Το "visado" είναι ουσιαστικό (substantivo).
Η φωνητική μεταγραφή του "visado" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /biˈsa.ðo/
Η λέξη "visado" αναφέρεται σε έγγραφο ή σφραγίδα που επιτρέπει σε ένα άτομο να εισέλθει ή να διαμείνει σε μια χώρα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πεδίο του δικαίου που σχετίζεται με τη μετανάστευση και τα ταξίδια. Στη γλώσσα των ισπανικών εμφανίζεται συχνά σε επίσημα και νομικά κείμενα, καθώς και σε προφορικές συνομιλίες σχετικά με ταξίδια.
Η λέξη "visado" χρησιμοποιείται συχνά και είναι πιο κοινή σε γραπτές μορφές, όπως επίσημα έγγραφα και αλληλογραφία, συγκριτικά με την προφορική χρήση.
Es necesario obtener un visado antes de viajar a ese país.
(Είναι απαραίτητο να αποκτήσετε μια βίζα πριν ταξιδέψετε σε αυτή τη χώρα.)
El visado de trabajo tiene una validez de un año.
(Η βίζα εργασίας έχει διάρκεια ισχύος ενός έτους.)
Ella solicitó el visado en la embajada.
(Αυτή υπέβαλε αίτηση για τη βίζα στην πρεσβεία.)
Η λέξη "visado" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με το ταξίδι και τη μετανάστευση.
Tener el visado en regla es fundamental para viajar sin problemas.
(Έχοντας τη βίζα κανονισμένα είναι θεμελιώδες για να ταξιδέψετε χωρίς προβλήματα.)
El visado de estudiante le permitió mudarse a otro país.
(Η βίζα σπουδαστή του επέτρεψε να μετακομίσει σε άλλη χώρα.)
Se necesita un visado de tránsito para cambiar de vuelo.
(Χρειάζεται μια βίζα διέλευσης για να αλλάξετε πτήση.)
Sin un visado válido, no podrá entrar al país.
(Χωρίς έγκυρη βίζα, δεν θα μπορέσει να εισέλθει στη χώρα.)
Η λέξη "visado" προέρχεται από το ιταλικό "visto", που σημαίνει "βλέπω" ή "φαίνεται", το οποίο αναφέρεται στην επικύρωση ή την αναγνώριση ενός εγγράφου. Η λέξη επικράτησε για να δηλώσει την έγκριση που απαιτείται για την είσοδο σε μια χώρα.