Η λέξη "víscera" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ˈbiskaɾa/
Η λέξη "víscera" αναφέρεται στα εσωτερικά όργανα ενός οργανισμού, κυρίως σε αυτά που βρίσκονται στην κοιλιακή κοιλότητα, όπως το στομάχι, τα έντερα, το ήπαρ, και άλλες δομές που συμμετέχουν στη διαδικασία της πέψης και άλλες ζωτικές λειτουργίες. Η χρήση της λέξης "víscera" είναι συνήθως κοινή στον ιατρικό τομέα, σε βιβλία ανατομίας και συζητήσεις που αφορούν την ανθρώπινη βιολογία.
Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε ιατρικά κείμενα και αναφορές, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε ιατρικές συζητήσεις.
Οι χειρουργοί πραγματοποίησαν μια επέμβαση στη χαλασμένη σπλήνα.
Es importante cuidar nuestra víscera para mantener una buena salud digestiva.
Είναι σημαντικό να φροντίζουμε τα σπλάχνα μας για να διατηρούμε καλή πεπτική υγεία.
La exploración mostró que la víscera estaba inflamada.
Η λέξη "víscera" χρησιμοποιείται σπανιότερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρείτε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με τη ζωή και την υγεία.
Αυτόν τον πόνο τον νιώθω βαθιά μέσα μου, είναι πολύ έντονος.
Tener vísceras de acero - αναφέρεται στην ικανότητα να αντιμετωπίζει κάποιος δύσκολες καταστάσεις με δύναμη.
Esa persona tiene vísceras de acero para enfrentar los retos.
Η λέξη "víscera" προέρχεται από το λατινικό "viscera", που επίσης σημαίνει εσωτερικά όργανα ή σπλάχνα. Η ρίζα της σχετίζεται με τη φυσική και ιατρική περιγραφή των οργανισμών.
Συνώνυμα: - órgano (όργανο) - entraña (ενδιάμειση).
Αντώνυμα: Δεν υπάρχει άμεσο αντίθετο, όμως σε ένα ευρύτερο συγκείμενο, μπορεί να θεωρηθούν τα εξωτερικά μέρη του σώματος (όπως το δέρμα).