Το "visceral" είναι επίθετο.
/biˈseɾal/
Η λέξη "visceral" σχετίζεται κυρίως με την ανατομία και την ιατρική, και αναφέρεται στα εσωτερικά όργανα, ειδικότερα εκείνα που βρίσκονται στην κοιλιακή κοιλότητα. Χρησιμοποιείται σε ιατρικό περιεχόμενο για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τα σπλάχνα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη έχει σχετικά καλή συχνότητα χρήσης, και συναντάται κυρίως σε γραπτό λόγο, που αφορά τη ιατρική ή την ανατομία.
Ο σπλαχνικός πόνος μπορεί να είναι δύσκολο να εντοπιστεί στο σώμα.
La respuesta visceral a la emoción es a menudo involuntaria.
Αν και η λέξη "visceral" δεν είναι μέρος πολλών καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, χρησιμοποιείται ελεύθερα σε διάφορους τομείς για να προσδιορίσει έντονες ή ενστικτώδεις αντιδράσεις.
Η αντίδρασή του ήταν σπλαχνική και πολύ έντονη.
La conexión entre madre e hijo es visceral desde el nacimiento.
Η σύνδεση μεταξύ μητέρας και παιδιού είναι σπλαχνική από τη γέννηση.
Ella tenía una respuesta visceral ante la injusticia.
Η λέξη "visceral" προέρχεται από το λατινικό "visceralis", το οποίο σημαίνει "σχετικός με τα σπλάχνα". Το "viscera", από το οποίο προέρχεται, σημαίνει "σπλάχνα" στα λατινικά.
Συνώνυμα: - intrínseco - interno
Αντώνυμα: - superficial - externo
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολιστική εικόνα της χρήσης της λέξης "visceral" στους τομείς της ιατρικής και της ανατομίας.