Visibilidad είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[bis.i.βi.liˈðað]
Η λέξη "visibilidad" αναφέρεται στην ικανότητα να είναι κάτι ορατό ή να μπορεί να ειπωθεί με σχετική σαφήνεια. Χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις, όπως στην υποκειμενική αντίληψη του φωτός, αλλά και σε μεταφορικές έννοιες όπως η δημοσιότητα ή η προβολή κάποιου θέματος.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε επιστημονικά και ακτιβιστικά κείμενα.
Η ορατότητα στον δρόμο ήταν πολύ κακή λόγω της ομίχλης.
La visibilidad del problema es crucial para encontrar una solución.
Η ορατότητα του προβλήματος είναι κρίσιμη για να βρούμε μια λύση.
Aumentar la visibilidad de la marca es fundamental en el marketing.
Η λέξη "visibilidad" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναπαριστούν την έννοια του να είναι κάτι ορατό ή να προβάλλεται με κάποιον τρόπο.
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε έναν οργανισμό ή άτομο που είναι γνωστό ή έχει επίδραση στην κοινότητα.
"Perder visibilidad"
Αυτό συνήθως αναφέρεται στη μείωση της έρευνας ή του ενδιαφέροντος για κάποιο θέμα ή άτομο.
"Aumentar la visibilidad"
Χρησιμοποιείται συνήθως στη διαφήμιση ή την προώθηση, υποδεικνύοντας τις προσπάθειες να γίνει κάτι πιο γνωστό.
"Visibilidad 360 grados"
Η λέξη "visibilidad" προέρχεται από το λατινικό "visibilis", που σημαίνει "ορατός", και τη κατάληξη "-idad" που υποδεικνύει ποιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - Oportunidad - Claridad - Exposición
Αντώνυμα: - Invisibilidad - Opacidad
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την χρήση και τα χαρακτηριστικά της λέξης "visibilidad" στα Ισπανικά.