Η λέξη «visible» είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈbɪz.ɪ.bəl]
Η λέξη «visible» χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να γίνει αντιληπτό από την όραση ή που είναι προφανές και εύκολα αναγνωρίσιμο. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, κυρίως σε καθημερινές συζητήσεις καθώς και σε επιστημονικές και τεχνικές περιγραφές.
La estrella es visible en la noche.
(Το αστέρι είναι ορατό τη νύχτα.)
El gráfico muestra los datos de manera visible.
(Ο γραφικός όρος δείχνει τα δεδομένα με έναν εμφανή τρόπο.)
Es visible que hay una mejora en su rendimiento.
(Είναι εμφανές ότι υπάρχει βελτίωση στην απόδοσή του.)
“Estar visible” significa que algo no está oculto.
(Το να «είσαι ορατός» σημαίνει ότι κάτι δεν είναι κρυφό.)
“Hacer algo visible” implica mostrar o destacar algo.
(Το «να κάνεις κάτι ορατό» σημαίνει να δείξεις ή να τονίσεις κάτι.)
“Que quede visible” sugiere que se debe asegurar que algo sea fácil de ver.
(Το «να μείνει ορατό» υποδηλώνει ότι πρέπει να διασφαλιστεί ότι κάτι είναι εύκολο να το δει κανείς.)
Η λέξη «visible» προέρχεται από το Λατινικό «visibilis», που σημαίνει «ορατός». Σημαίνει αυτό που μπορεί να γίνει αντιληπτό μέσω της όρασης.
Συνώνυμα: - Orafo - Patente - Manifiesto
Αντώνυμα: - Invisible - Oculto - Encubierto
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια αναλυτική εικόνα για τη λέξη «visible» στη γλώσσα Ισπανικά, τη χρήση της και τη σημασία της σε διάφορους τομείς.