Το "visillo" είναι ουσιαστικό.
[biˈsiʎo]
Ο όρος "visillo" αναφέρεται κυρίως σε μια ελαφριά κουρτίνα ή ύφασμα που χρησιμοποιείται κυρίως σε παράθυρα για να προστατεύει την ιδιωτικότητα και ταυτόχρονα να διασφαλίζει τη ροή του φωτός. Συνήθως είναι διακοσμητικό και μπορεί να είναι φτιαγμένο από διάφορα υφάσματα όπως λινά, βαμβάκι ή συνθετικά. Η συχνότητα χρήσης του "visillo" είναι υψηλή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε σπίτια, καταστήματα και γραφεία.
Οι κουρτίνες του παραθύρου είναι λευκές.
Ella eligió unos visillos muy bonitos para decorar su sala.
Αυτή διάλεξε κάποιες πολύ όμορφες κουρτίνες για να διακοσμήσει το σαλόνι της.
Es importante limpiar los visillos regularmente.
Το "visillo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με το θέμα του φωτός, της γαλήνης αλλά και της ιδιωτικότητας.
Μέσα από την κουρτίνα μπορείς να δεις τι συμβαίνει στον δρόμο.
No te quedes mirando por el visillo como si fuera un espectáculo.
Μην μένεις να κοιτάς από την κουρτίνα σαν να είναι παράσταση.
Pusimos visillos en la habitación para que no entrara el sol demasiado fuerte.
Βάλαμε κουρτίνες στο δωμάτιο για να μην μπαίνει ο ήλιος πολύ έντονα.
Los visillos dan un toque especial a la decoración.
Οι κουρτίνες δίνουν μια ειδική αίσθηση στη διακόσμηση.
Es como mirar el mundo a través de un visillo.
Η λέξη "visillo" προέρχεται από το ισπανικό επίθετο "vísilo", που σχετίζεται με το "viso" που σημαίνει "ορατότητα" ή "οπτική".
Συνώνυμα: - Cortina (κουρτίνα) - Tela (ύφασμα)
Αντώνυμα: - Despejado (καθαρό) - Abierto (ανοιχτό)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "visillo".