visitante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

visitante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "visitante" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /βι.si.ˈταν.te/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "visitante" αναφέρεται σε κάποιον που επισκέπτεται ένα συγκεκριμένο μέρος ή γεγονός, όπως ένα σπίτι, μια εκδήλωση, ή μια πόλη. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε τουριστικά και νομικά κείμενα, όπως συστάσεις σχετικά με επισκέψεις ή δικαιώματα επισκεπτών. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El visitante llegó temprano a la exposición.
    (Ο επισκέπτης έφτασε νωρίς στην έκθεση.)

  2. Los visitantes deben registrarse en la entrada.
    (Οι επισκέπτες πρέπει να εγγραφούν στην είσοδο.)

  3. Cada visitante tiene derecho a una guía turística.
    (Κάθε επισκέπτης έχει το δικαίωμα σε μια τουριστική ξενάγηση.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "visitante" εμφανίζεται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο άλλες. Ωστόσο, παρακάτω υπάρχουν κάποιες χρήσιμες προτάσεις:

  1. Un visitante inesperado puede ser una grata sorpresa.
    (Ένας απρόσμενος επισκέπτης μπορεί να είναι μια ευχάριστη έκπληξη.)

  2. Siempre hay un visitante en casa cuando menos lo esperas.
    (Πάντα υπάρχει ένας επισκέπτης στο σπίτι όταν το λιγότερο το περιμένεις.)

  3. Los visitantes frecuentes conocen mejor el lugar.
    (Οι συχνοί επισκέπτες γνωρίζουν καλύτερα το μέρος.)

  4. Cada visitante aporta algo único a la experiencia.
    (Κάθε επισκέπτης προσφέρει κάτι μοναδικό στην εμπειρία.)

  5. No hay que olvidar mostrar hospitalidad a los visitantes.
    (Δεν πρέπει να ξεχνάμε να δείχνουμε φιλοξενία στους επισκέπτες.)

Ετυμολογία

Η λέξη "visitante" προέρχεται από το λατινικό "visitans", το οποίο είναι ο παρών τύπος του ρήματος "visitare", που σημαίνει "επισκέπτομαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - huésped (φιλοξενούμενος) - turista (τουρίστας)

Αντώνυμα: - residente (κάτοικος) - nómada (νομάδας)



23-07-2024