Η λέξη "visitar" στα Ισπανικά σημαίνει "να επισκεφτώ" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση της επισκέψεως κάποιου τόπου ή ατόμου. Είναι ένα κοινό ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες και σε γραπτές μορφές. Συνήθως χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη προτίμηση ως προς το πού εμφανίζεται.
Θα επισκεφτώ τους παππούδες μου αυτό το Σαββατοκύριακο.
Ella quiere visitar el museo de arte moderno.
Αυτή θέλει να επισκεφτεί το μουσείο μοντέρνας τέχνης.
Visitar nuevas ciudades es mi pasatiempo favorito.
Το ρήμα "visitar" δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται σε παραφράσεις και συνδυασμούς:
Επισκέπτομαι κάποιον στον τόπο εργασίας του.
No hay nada mejor que visitar a la familia.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να επισκέπτεσαι την οικογένεια.
Visitar un lugar histórico es muy enriquecedor.
Η επίσκεψη σε ένα ιστορικό μέρος είναι πολύ πλούσια σε εμπειρίες.
Siempre que viajo, trato de visitar los mercados locales.
Το ρήμα "visitar" προέρχεται από το λατινικό "visitare", το οποίο σημαίνει "να πηγαίνω για να δω" ή "να πηγαίνω για να επισκεφθώ".
"presentar" (παρουσιάζω)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες αναλύουν τον όρο "visitar" και την εφαρμογή του στη γλώσσα Ισπανικά, συγκεντρώνοντας τη σημασία, τις παραδείγματα και άλλες σχετικές πληροφορίες.