Η λέξη "vistos" είναι το άρρηκτο πληθυντικό του επιθέτου "visto", το οποίο προέρχεται από το ρήμα "ver" (βλέπω). Χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο.
/hisˈtos/
Η λέξη "vistos" αναφέρεται σε πράγματα, άτομα ή καταστάσεις που έχουν παρατηρηθεί ή επικοινωνηθεί στα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται στον πληθυντικό και ενδέχεται να αναφέρεται σε οποιοδήποτε υποκείμενο ή αντικείμενο που έχει "δεί" ή "παρατηρηθεί". Συχνά χρησιμοποιείται και σε γραπτό και προφορικό λόγο, ανάλογα με το συγκείμενο. Είναι σχετικά συνηθισμένο.
Οι παρατηρημένες τοποθεσίες είναι όμορφες.
He tenido muchos amigos vistos a lo largo de los años.
Έχω πολλούς φίλους που έχω παρατηρήσει κατά τη διάρκεια των χρόνων.
Esos libros vistos me han impactado.
Η λέξη "vistos" συνδέεται με διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και όχι τόσο συχνά. Ορισμένες συνήθεις μορφές μπορεί να περιλαμβάνουν:
(Να είμαστε προσεκτικοί και παρατηρητικοί.)
Ser visto y no visto.
(Σημαίνει ότι κάτι ή κάποιος είναι πολύ γρήγορος ή αόρατος, σχεδόν απροσδιόριστος.)
Visto y no visto.
Η λέξη "visto" προέρχεται από το ρήμα "ver", που σημαίνει "βλέπω", και καταλήγει σε -ido, σαν το παρατατικό παθητικού της ισπανικής γλώσσας. Το "vistos" είναι το επίθετο σε πληθυντικό και φύλο συμφωνημένο στην ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - observados (παρατηρημένοι) - notados (καταγεγραμμένοι)
Αντώνυμα: - ignorados (αγνοημένοι) - ocultos (κρυμμένοι)