vital - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vital (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "vital" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "vital" στα Ισπανικά είναι: [ˈβιταλ].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "vital" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι κρίσιμης σημασίας ή θεμελιώδους χαρακτήρα. Στον τομέα της ιατρικής, αναφέρεται συνήθως σε στοιχεία ή διαδικασίες που είναι απαραίτητα για την ζωή. Η συχνότητα χρήσης της λέξης "vital" είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό αλλά και στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La información vital es necesaria para el diagnóstico.
    (Η ζωτική πληροφορία είναι απαραίτητη για τη διάγνωση.)

  2. Es vital mantenerse hidratado durante el ejercicio.
    (Είναι ζωτικής σημασίας να παραμένετε ενυδατωμένοι κατά τη διάρκεια της άσκησης.)

  3. Las funciones vitales del cuerpo son monitoreadas constantemente.
    (Οι ζωτικές λειτουργίες του σώματος παρακολουθούνται συνεχώς.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vital" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Estar en estado vital.
    (Να βρίσκεσαι σε ζωτική κατάσταση.)
    Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που βρίσκεται σε κρίσιμη ή επικίνδυνη κατάσταση.

  2. Importancia vital.
    (Ζωτικής σημασίας.)
    Χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι που είναι απόλυτα απαραίτητο.

  3. Sangre vital.
    (Ζωτική αιμα.)
    Μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που είναι θεμελιώδες ή απαραίτητο για τη ζωή.

  4. Tener un papel vital.
    (Να έχεις ζωτικό ρόλο.)
    Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την καίρια σημασία ενός ατόμου ή μιας διαδικασίας σε μια κατάσταση.

  5. Recursos vitales.
    (Ζωτικοί πόροι.)
    Αναφέρεται σε πόρους που είναι απαραίτητοι για τη συντήρηση ζωής ή για την επιτυχία κάποιου.

Ετυμολογία

Η λέξη "vital" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vitalis", που σημαίνει "ζωτικός", "σχετικός με τη ζωή".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - esencial (βασικός) - indispensable (αναγκαίος) - crucial (κρίσιμος)

Αντώνυμα: - prescindible (μη απαραίτητος) - secundario (δευτερεύων) - trivial (ήσσονος σημασίας)



22-07-2024