Το "vitreo" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "vitreo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈvitɾeo/
Η λέξη "vitreo" αναφέρεται σε κάτι που έχει χαρακτηριστικά γυαλιού ή είναι διαυγές όπως το γυαλί. Στη ιατρική, συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον υαλώδη χυμό του οφθαλμού ή άλλες δομές που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή, κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα.
Ο υαλώδης σώμα του ματιού είναι σημαντικό για τη διατήρηση του σχήματος του οφθαλμού.
Los cambios en el humor vitreo pueden afectar la visión.
Η λέξη "vitreo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η ιατρική της χρήση σε συνδυασμούς μπορεί να προσφέρει κάποιες παραδείγματα.
Η εκφύλιση του υαλώδους σώματος είναι ένα κοινό πρόβλημα στις ηλικιωμένες.
El examen del humor vitreo es crucial en la detección de enfermedades oculares.
Η εξέταση του υαλώδους χυμού είναι κρίσιμη για την ανίχνευση οφθαλμικών παθήσεων.
Tras una cirugía, el estado del cuerpo vitreo debe ser monitoreado.
Η λέξη "vitreo" προέρχεται από το λατινικό "vitreus", που σημαίνει "γυάλινος" ή "υαλώδης".
Συνώνυμα: - Hialino (υαλώδης) - Cristalino (κρυσταλλοειδής)
Αντώνυμα: - Opaco (θολώδης) - Sólido (στερεός)