vitrina: ουσιαστικό (feminine noun).
/biˈtɾina/
Η λέξη "vitrina" αναφέρεται σε ένα είδος ιδιαίτερης προθήκης ή γυάλινου ντουλαπιού που χρησιμοποιείται για την παρουσίαση και την προστασία αντικειμένων (συνήθως εμπορικών ή καλλιτεχνικών). Χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα των Ισπανόφωνων, τόσο σε γραπτό κείμενο όσο και στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε εμπορικά ή μουσειακά πλαίσια.
Η βιτρίνα του καταστήματος δείχνει τις τελευταίες συλλογές ρούχων.
En el museo hay una vitrina que contiene antigüedades muy valiosas.
Η λέξη "vitrina" δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοιά της μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταφορικό επίπεδο, αναφερόμενη σε δημόσια προβολή ή έκθεση. Ακολουθούν μερικές τέτοιες παραδείγματα:
Να βάλεις κάτι σε βιτρίνα. (να εκθέσεις κάτι στην κοινωνία ή τη δημόσια ζωή)
Vivir en una vitrina.
Να ζεις σε μια βιτρίνα. (να ζεις με έκθεση στους άλλους, συνήθως αναφερόμενος σε έναν τρόπο ζωής που είναι πολύ δημόσιος ή εκτεθειμένος σε κριτική)
Hacer una vitrina de tus talentos.
Η λέξη "vitrina" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vitrum", που σημαίνει "γυαλί". Η εξέλιξη της χρήσης της σχετίζεται με την ανάπτυξη των εμπορικών και καλλιτεχνικών προθηκών.
Συνώνυμα: - expositor (εκθέτης) - muestra (παρουσίαση)
Αντώνυμα: - ocultar (να κρύβεις) - esconder (να κρύβεις)