Viuda είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ˈbju.ða/
Η λέξη "viuda" αναφέρεται σε μια γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της, συνήθως λόγω θανάτου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο στην ισπανική γλώσσα, με αρκετή συχνότητα, που την καθιστά μια κοινή λέξη στη γλώσσα. Η χρήση της μπορεί να είναι νομική (σε κληρονομικά ζητήματα), κοινωνική ή απλά περιγραφική.
La viuda recibió una compensación por la pérdida de su esposo.
(Η χήρα έλαβε αποζημίωση για την απώλεια του συζύγου της.)
Cada año, la viuda de un héroe recuerda su valentía.
(Κάθε χρόνο, η χήρα ενός ήρωα θυμάται τη γενναιότητά του.)
Η λέξη "viuda" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που περιγράφουν την κατάσταση της χηρίας ή τη συναισθηματική κατάσταση των χηρών.
Ser una viuda negra.
(Να είσαι χήρα μαύρη.) - Αναφέρεται σε μια γυναίκα που εκμεταλλεύεται τη χηρείωση για να προσελκύσει χρήματα ή πόρους από άλλους άνδρες.
La viuda alegre.
(Η χαρούμενη χήρα.) - Ένας τρόπος να περιγράψεις μια γυναίκα που, αν και είναι χήρα, παραμένει δραστήρια και ευτυχισμένη στη ζωή της.
Una viuda de guerra.
(Μια χήρα του πολέμου.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει γυναίκες που έχασαν τους συζύγους τους σε πολέμους, με μια σχετική συναισθηματική και κοινωνική έννοια.
Η λέξη "viuda" προέρχεται από τη λατινική λέξη vidua, η οποία σημαίνει "χωρίς άντρα".
Συνώνυμα: - Yerta (λιγότερο κοινό, σημαίνει χήρα λόγω θανάτου)
Αντώνυμα: - Esposa (σύζυγος) - Marido (σύζυγος, αν ο λόγος είναι σχετικά προς την χήρα)
Αυτή η ανάλυση της λέξης "viuda" μας παρέχει μια ευρεία εικόνα για τη χρήση, τη σημασία και την πολιτισμική της απήχηση στην ισπανική γλώσσα.