Vivero είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /biˈβeɾo/
Η λέξη vivero αναφέρεται σε έναν χώρο ή εγκατάσταση όπου καλλιεργούνται φυτά, συνήθως για εμπορικούς σκοπούς ή για χρήση σε κήπους. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στη γεωργία και κηποτεχνία στην Ισπανική γλώσσα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, ιδιαίτερα σε γραπτά κείμενα σχετικά με αγροτικές πρακτικές και κηποτεχνία. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
En el vivero hay una gran variedad de plantas.
Στο φυτώριο υπάρχει μεγάλη ποικιλία φυτών.
Compré algunas flores en el vivero para mi jardín.
Αγόρασα μερικά λουλούδια στο φυτώριο για τον κήπο μου.
Los viveros son esenciales para la producción de alimentos.
Τα φυτώρια είναι απαραίτητα για την παραγωγή τροφίμων.
Η λέξη vivero χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές σχετικές εκφράσεις που μπορεί να σημειωθούν:
Un vivero de ideas
Ένας χώρος παραγωγής ιδεών.
"La conferencia fue un vivero de ideas sobre sostenibilidad."
"Η διάσκεψη ήταν ένας χώρος παραγωγής ιδεών για την αειφορία."
Crear un vivero de talentos
Να δημιουργήσεις ένα χώρο ανάπτυξης ταλέντων.
"La escuela busca crear un vivero de talentos en la música."
"Το σχολείο επιδιώκει να δημιουργήσει έναν χώρο ανάπτυξης ταλέντων στη μουσική."
Vivero de proyectos
Χώρος ανάπτυξης έργων.
"El centro es un vivero de proyectos innovadores."
"Το κέντρο είναι ένας χώρος ανάπτυξης καινοτόμων έργων."
Η λέξη vivero προέρχεται από το ρήμα vivir (να ζει) και σχετίζεται με την έννοια της ανάθρεψης ή ανάπτυξης φυτών.
Συνώνυμα: - Invernadero (θερμοκήπιο) - Plantario (φυτώριο)
Αντώνυμα: - Desierto (έρημος) - Seco (ξηρός)
Αυτές οι πληροφορίες αντικατοπτρίζουν τη χρήση της λέξης vivero στη γλώσσα Ισπανικά, καθώς και τη σημασία και τις παραδείγματικές της χρήσεις.