vividor: ουσιαστικό
Phonetic transcription: [biβiˈðoɾ]
Ο όρος vividor χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται σε άτομα που ζουν με την εκμετάλλευση των άλλων, είτε οικονομικά είτε κοινωνικά. Είναι μια λέξη που συνεπάγεται μια αρνητική χροιά, καθώς περιγράφει άτομα που δεν εργάζονται σκληρά για να αποκτήσουν τα προς το ζην, αλλά ζουν από τους κόπους των άλλων.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, συχνά σε ανακριτικές ή επικριτικές συζητήσεις.
Είναι ένας ζωντοχήρας που πάντα εξαρτάται από τους άλλους.
No quiero ser considerado un vividor, por eso trabajo duro.
Ο όρος vividor εμφανίζεται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις ή γύρω από συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Él siempre ha vivido del cuento, aprovechándose de los demás.
Vividor de la vida: Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που απολαμβάνει την ζωή χωρίς να ανησυχεί για ευθύνες.
Es un vividor de la vida, nunca piensa en el futuro.
Hacer el vividor: Να συμπεριφέρεσαι σαν ζωντοχής, δηλαδή να εκμεταλλεύεσαι τους άλλους.
Η λέξη vividor προέρχεται από το ρήμα vivir, που σημαίνει "να ζεις". Η κατάληξη -dor συνήθως δηλώνει "άτομο που κάνει κάτι", επομένως vividor αναφέρεται σε κάποιον που "ζει", αλλά με την έννοια της εξάρτησης από άλλους.
Συνώνυμα: - mantenido (υποστηριζόμενος) - aprovechado (εκμεταλλευτής)
Αντώνυμα: - trabajador (εργατικός) - independiente (ανεξάρτητος)