vocabulario είναι ένα ουσιαστικό.
/bo.ka.βuˈlaɾio/
Η λέξη vocabulario αναφέρεται στο σύνολο λέξεων που γνωρίζει ή χρησιμοποιεί ένα άτομο ή μια γλώσσα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα και την εκπαίδευση για να περιγράψει την ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει και να χρησιμοποιεί λέξεις. Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να αναφέρεται στη γνώση και την κατανόηση των λέξεων σε διάφορες καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στα γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε εκπαιδευτικά συμφραζόμενα.
Το λεξιλόγιο ενός παιδιού επεκτείνεται γρήγορα.
Es importante mejorar tu vocabulario para comunicarte mejor.
Είναι σημαντικό να βελτιώσεις το λεξιλόγιό σου για να επικοινωνείς καλύτερα.
El vocabulario técnico es esencial en el mundo laboral.
Η διεύρυνση του λεξιλογίου είναι θεμελιώδης για την εκμάθηση μιας νέας γλώσσας.
Con un buen vocabulario, puedes expresar tus ideas con claridad.
Με ένα καλό λεξιλόγιο, μπορείς να εκφράσεις τις ιδέες σου με σαφήνεια.
El vocabulario específico puede ser un gran aliado en la escritura.
Το ειδικό λεξιλόγιο μπορεί να είναι μεγάλος σύμμαχος στη συγγραφή.
No subestimes la importancia del vocabulario en la oratoria.
Μην υποτιμάς τη σημασία του λεξιλογίου στην ορθοφωνία.
El vocabulario que utilices puede influir en la percepción de tu audiencia.
Η λέξη vocabulario προέρχεται από το λατινικό "vocabularium", που σημαίνει "σύνολο λέξεων" (vocabula = λέξεις).
Συνώνυμα: - léxico - glosario - terminología
Αντώνυμα: - ignorancia - analfabetismo - vacuidad (σε ορισμένα συμφραζόμενα)