vocabulario - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vocabulario (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

vocabulario είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/bo.ka.βuˈlaɾio/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη vocabulario αναφέρεται στο σύνολο λέξεων που γνωρίζει ή χρησιμοποιεί ένα άτομο ή μια γλώσσα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα και την εκπαίδευση για να περιγράψει την ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει και να χρησιμοποιεί λέξεις. Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να αναφέρεται στη γνώση και την κατανόηση των λέξεων σε διάφορες καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στα γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε εκπαιδευτικά συμφραζόμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El vocabulario de un niño se expande rápidamente.
  2. Το λεξιλόγιο ενός παιδιού επεκτείνεται γρήγορα.

  3. Es importante mejorar tu vocabulario para comunicarte mejor.

  4. Είναι σημαντικό να βελτιώσεις το λεξιλόγιό σου για να επικοινωνείς καλύτερα.

  5. El vocabulario técnico es esencial en el mundo laboral.

  6. Το τεχνικό λεξιλόγιο είναι απαραίτητο στον κόσμο της εργασίας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Ampliar el vocabulario es fundamental para aprender un nuevo idioma.
  2. Η διεύρυνση του λεξιλογίου είναι θεμελιώδης για την εκμάθηση μιας νέας γλώσσας.

  3. Con un buen vocabulario, puedes expresar tus ideas con claridad.

  4. Με ένα καλό λεξιλόγιο, μπορείς να εκφράσεις τις ιδέες σου με σαφήνεια.

  5. El vocabulario específico puede ser un gran aliado en la escritura.

  6. Το ειδικό λεξιλόγιο μπορεί να είναι μεγάλος σύμμαχος στη συγγραφή.

  7. No subestimes la importancia del vocabulario en la oratoria.

  8. Μην υποτιμάς τη σημασία του λεξιλογίου στην ορθοφωνία.

  9. El vocabulario que utilices puede influir en la percepción de tu audiencia.

  10. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείς μπορεί να επηρεάσει την αντίληψη του κοινού σου.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη vocabulario προέρχεται από το λατινικό "vocabularium", που σημαίνει "σύνολο λέξεων" (vocabula = λέξεις).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - léxico - glosario - terminología

Αντώνυμα: - ignorancia - analfabetismo - vacuidad (σε ορισμένα συμφραζόμενα)



23-07-2024