Vocal είναι ενός τύπου επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης «vocal» σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈbokal/.
Η λέξη vocal αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη φωνή ή την ομιλία. Χρησιμοποιείται συχνά στο πεδίο της γλωσσολογίας, της ιατρικής (όπως στην ανατομία των φωνητικών χορδών) και της μουσικής (σε σχέση με τα φωνητικά μέρη). Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις: - "El cantante tiene una técnica vocal impresionante." - "Ο τραγουδιστής έχει μια εντυπωσιακή φωνητική τεχνική."
Η λέξη vocal χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Να πάρω τον λόγο."
"Tener un estilo vocal único."
"Να έχω έναν μοναδικό φωνητικό στυλ."
"Desarrollar habilidades vocales."
Η λέξη vocal προέρχεται από το λατινικό "vocalis", το οποίο σημαίνει "φωνητικός", πηγαίνοντας στον λατινικό όρο "vox", που σημαίνει "φωνή".
Συνώνυμα: - fónico - sonoro
Αντώνυμα: - mudo (σιωπηλός) - callado (ήσυχος)
Αυτή η ανάλυση της λέξης "vocal" καλύπτει τους κρίσιμους τομείς της σημασίας, της χρήσης και των σχετικών εκφράσεων.