Η λέξη "vocativo" (vocativo) είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "vocativo" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /boˈka.ti.βo/.
Η λέξη "vocativo" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "κλητικό".
Η λέξη "vocativo" αναφέρεται σε μια γραμματική κατηγορία που χρησιμοποιείται για να απευθυνθεί κανείς σε κάποιον ή να καλέσει κάποιον άμεσα, συχνά ακολουθούμενη από το όνομά του. Για παράδειγμα, σε προτάσεις που απευθύνουν άμεσες παροτρύνσεις ή εκφράσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή στον γραπτό λόγο, ιδίως στην γραμματική και τη γλωσσολογία, ενώ επαναλαμβάνεται λιγότερο στον προφορικό λόγο, εκτός αν η ομιλία περιλαμβάνει συγκεκριμένες αναφορές σε γραμματικούς όρους.
"Cuando se usa el vocativo, es importante que el tono sea adecuado."
"Όταν χρησιμοποιείται το κλητικό, είναι σημαντικό ο τόνος να είναι κατάλληλος."
"En la frase 'Juan, ven aquí', 'Juan' es el vocativo."
"Στη φράση 'Χούαν, έλα εδώ', το 'Χούαν' είναι το κλητικό."
Η λέξη "vocativo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε προτάσεις που αναλύουν την γραμματική. Ωστόσο, θα παραθέσω κάποιες παραδείγματα:
"El uso del vocativo puede cambiar el sentido de una conversación."
"Η χρήση του κλητικού μπορεί να αλλάξει την έννοια μιας συζήτησης."
"Saber identificar el vocativo mejora la redacción."
"Η γνώση της αναγνώρισης του κλητικού βελτιώνει τη συγγραφή."
"En español, el vocativo no siempre lleva coma, pero es recomendable."
"Στα Ισπανικά, το κλητικό δεν φέρει πάντα κόμμα, αλλά είναι σκόπιμο."
Η λέξη "vocativo" προέρχεται από το λατινικό "vocativus", που σημαίνει "αυτό που καλεί", από το ρήμα "vocare" που σημαίνει "να καλείς" ή "να φωνάζεις".
Συνώνυμα:
- κλητικός τύπος
Αντώνυμα:
Δεν υπάρχει ακριβές αντώνυμο για τη λέξη "vocativo", αλλά θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για άλλες πτώσεις ή τύπους που δεν περιλαμβάνουν άμεση διεύθυνση.