Το "vocear" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /bo.seˈaɾ/
Η λέξη "vocear" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη του να φωνάζεις ή να μιλάς με δυνατή φωνή, συνήθως για να προσελκύσεις την προσοχή ή να ανακοινώσεις κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου χρειάζεται να ακουστεί κανείς καλύτερα, όπως σε υπαίθριες εκδηλώσεις ή σε περιβάλλοντα με θόρυβο. Ασκεί μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο σε συγκριτικά εδάφη με τον γραπτό λόγω της φυσιογνωμίας του.
"El maestro tuvo que vocear para hacerse escuchar."
"Ο δάσκαλος πρέπει να φωνάξει για να ακουστεί."
"En el evento, la organizadora comenzó a vocear para llamar a los asistentes."
"Στην εκδήλωση, η διοργανώτρια άρχισε να φωνάζει για να καλέσει τους συμμετέχοντες."
Η λέξη "vocear" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε κάποια φράσεις που αναφέρονται στο γεγονός του να επικοινωνείς δυνατά ή να ανακοινώνεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
"No hace falta vocear, ya te escuchan."
"Δεν χρειάζεται να φωνάζεις, ήδη σε ακούν."
"A veces, es mejor vosear que susurrar."
"Μερικές φορές, είναι καλύτερα να φωνάζεις παρά να ψιθυρίζεις."
"Al vosear, se logra captar más atención del público."
"Φωνάζοντας, καταφέρνεις να κεντρίσεις περισσότερο την προσοχή του κοινού."
Η λέξη "vocear" προέρχεται από το ουσιαστικό "voz", που σημαίνει "φωνή", και η κατάληξη "-ear" δείχνει μια δράση που σχετίζεται με αυτή τη φωνή.
Συνώνυμα: - Gritar (φωνάζω) - Clamar (κραυγάζω)
Αντώνυμα: - Susurrar (ψιθυρίζω) - Murmurar (μουρμουρίζω)