vodka - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vodka (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "vodka" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (IPA): /ˈvɔd.kə/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η "vodka" αναφέρεται σε ένα διαυγές, αλκοολούχο ποτό, που προέρχεται συνήθως από αποστάξεις δημητριακών ή πατατών. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές περιστάσεις και συνδυάζεται με άλλα υλικά για την παρασκευή κοκτέιλ. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, και κυρίως παρατηρείται στον προφορικό λόγο και στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "Voy a pedir una vodka con limón."
    Θα παραγγείλω μια βότκα με λεμόνι.

  2. "La fiesta terminó con mucha vodka y risas."
    Η γιορτή τελείωσε με πολύ βότκα και γέλια.

  3. "Me gusta tomar vodka en las noches de verano."
    Μου αρέσει να πίνω βότκα τις καλοκαιρινές νύχτες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vodka" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετιζόμενες με την κοινωνική ζωή και τις διασκεδάσεις.

  1. "Echarse una vodka"
    "Να πιεις μια βότκα." - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος πίνει βότκα, συχνά με στόχο να διασκεδάσει.

  2. "Sabor a vodka"
    "Γεύση βότκας." - Αναφέρεται σε ποτά ή κοκτέιλ που περιέχουν βότκα.

  3. "Brindar con vodka"
    "Να κάνεις πρόποση με βότκα." - Σημαίνει να γιορτάσεις ή να κάνεις μια ευχή κρατώντας ένα ποτήρι βότκας.

  4. "No hay fiesta sin vodka"
    "Δεν υπάρχει γιορτή χωρίς βότκα." - Υπογραμμίζει την ιδέα ότι η βότκα είναι απολύτως απαραίτητη σε γιορτές και κοινωνικές στήλες.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "vodka" προέρχεται από τη σλαβική λέξη "voda", που σημαίνει "νερό", και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αλκοολούχου αυτή ουσία λόγω της διαφάνειάς της.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Αλκοόλ - Ποτό

Αντώνυμα: - Μη αλκοολούχο ποτό - Νερό (σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αν εξετάσουμε τη σύνθεση)



23-07-2024