Το "vodka" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /ˈvɔd.kə/
Η "vodka" αναφέρεται σε ένα διαυγές, αλκοολούχο ποτό, που προέρχεται συνήθως από αποστάξεις δημητριακών ή πατατών. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές περιστάσεις και συνδυάζεται με άλλα υλικά για την παρασκευή κοκτέιλ. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, και κυρίως παρατηρείται στον προφορικό λόγο και στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
"Voy a pedir una vodka con limón."
Θα παραγγείλω μια βότκα με λεμόνι.
"La fiesta terminó con mucha vodka y risas."
Η γιορτή τελείωσε με πολύ βότκα και γέλια.
"Me gusta tomar vodka en las noches de verano."
Μου αρέσει να πίνω βότκα τις καλοκαιρινές νύχτες.
Η λέξη "vodka" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετιζόμενες με την κοινωνική ζωή και τις διασκεδάσεις.
"Echarse una vodka"
"Να πιεις μια βότκα." - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος πίνει βότκα, συχνά με στόχο να διασκεδάσει.
"Sabor a vodka"
"Γεύση βότκας." - Αναφέρεται σε ποτά ή κοκτέιλ που περιέχουν βότκα.
"Brindar con vodka"
"Να κάνεις πρόποση με βότκα." - Σημαίνει να γιορτάσεις ή να κάνεις μια ευχή κρατώντας ένα ποτήρι βότκας.
"No hay fiesta sin vodka"
"Δεν υπάρχει γιορτή χωρίς βότκα." - Υπογραμμίζει την ιδέα ότι η βότκα είναι απολύτως απαραίτητη σε γιορτές και κοινωνικές στήλες.
Η λέξη "vodka" προέρχεται από τη σλαβική λέξη "voda", που σημαίνει "νερό", και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αλκοολούχου αυτή ουσία λόγω της διαφάνειάς της.
Συνώνυμα: - Αλκοόλ - Ποτό
Αντώνυμα: - Μη αλκοολούχο ποτό - Νερό (σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αν εξετάσουμε τη σύνθεση)