Το "voladizo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /bo.laˈði.θo/
Η λέξη "voladizo" αναφέρεται σε ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο που προεξέχει από τον κύριο όγκο ενός κτιρίου. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει προεξέχουσες δοκούς ή στέγες που δεν στηρίζονται άμεσα στο έδαφος. Στη γλώσσα Ισπανικά, η χρήση της λέξης εμφανίζεται τόσο σε τεχνικά κείμενα όσο και σε περιγραφές κτιριακών έργων. Αν και είναι κυρίως γραπτή, χρησιμοποιείται και σε προφορικές συζητήσεις στον τομέα της αρχιτεκτονικής.
Παραδείγματα προτάσεων: - La casa tiene un voladizo que la protege de la lluvia. - Το σπίτι έχει μια προεξοχή που το προστατεύει από τη βροχή.
Η λέξη "voladizo" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν αρχιτεκτονικές και κατασκευαστικές τεχνικές:
"Η προεξοχή είναι κλειδί στη δομή του κτιρίου."
"Con un buen voladizo, se puede ahorrar en materiales."
"Με μια καλή προεξοχή, μπορείς να εξοικονομήσεις υλικά."
"Los voladizos modernos aportan estética y funcionalidad."
Η λέξη "voladizo" προέρχεται από το ριζικό "volar," που σημαίνει "να πετάει," υποδηλώνοντας την έννοια του να προεξέχει ή να επεκτείνεται πέρα από τη βάση του.
Συνώνυμα: - Proyección (προβολή) - Saliente (προεξοχή)
Αντώνυμα: - Retracción (συρρίκνωση) - Inmersión (βύθιση)
Αυτή η ανάλυση καλύπτει τον λόγο χρήσης της λέξης "voladizo" στην ισπανική γλώσσα και στα συναφή πεδία.