Η λέξη "volador" είναι επίθετο και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /bo.laˈðoɾ/
Η λέξη "volador" σημαίνει "αυτός που πετά" ή "πτητικός". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε έχει την ικανότητα να πετά, όπως πτηνά ή αεροσκάφη. Συχνά χρησιμοποιείται και στην αναφορά οχημάτων που έχουν την ικανότητα να πετάνε. Η χρήση της είναι συνήθως πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά θα συναντήσετε και γραπτές αναφορές όπως σε κείμενα σχετικά με τη ναυτιλία ή την αεροναυτική.
Το πτηνό που πετούσε διέσχισε τον ουρανό γρήγορα.
El avión volador es un modelo moderno.
Το πτητικό αεροσκάφος είναι ένα σύγχρονο μοντέλο.
Los insectos voladores vuelan en círculos alrededor de las flores.
Η λέξη "volador" εμφανίζεται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Έχω μια πολύ γεμάτη μέρα σήμερα.
Ser un volador de luces.
Είναι πάντα τόσο ενθουσιώδης, πραγματικά είναι ένας "πτητικός" άνθρωπος.
Volador alto.
Η λέξη "volador" προέρχεται από το ρήμα "volar", που σημαίνει "πετώ" και έχει τη ρίζα του στο λατινικό "volare".
Συνώνυμα: - pajarillo (πτηνό) - aéreo (αεροπορικό)
Αντώνυμα: - terrestre (χώρας) - inmóvil (ακινησία)