Ρήμα.
/boˈlaɾ/
Η λέξη "volar" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "πετάω" ή "ιπτάμαι". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να κινείσαι στον αέρα, είτε αναφερόμενος σε πτηνά, είτε σε αεροπλάνα, είτε σε άλλες μορφές πτήσης. Είναι ένα συνηθισμένο ρήμα που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι συχνά πιο κοινό στις συζητήσεις που αφορούν μεταφορές και φύση.
Los pájaros pueden volar muy alto.
(Τα πουλιά μπορούν να πετάξουν πολύ ψηλά.)
Me gusta volar en avión cuando viajo.
(Μου αρέσει να πετάω με το αεροπλάνο όταν ταξιδεύω.)
Η λέξη "volar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Volar en un plato: Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ταχύτητα ή την εύκολη μετακίνηση.
(Πετάω σαν να είμαι σε πιάτο.)
Volando bajo: Σημαίνει ότι κάποιος περνάει απαρατήρητος ή δεν είναι σε καλή θέση.
(Πετάω χαμηλά.)
A volar: Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει την ελευθερία ή την αποδέσμευση από υποχρεώσεις.
(Για να πετάξω.)
Después de una buena noticia, todos se sintieron como si estuvieran volando.
(Μετά από μια καλή είδηση, όλοι ένιωθαν σαν να πετούν.)
¡Eso fue un lío, pero al final volamos alto!
(Αυτό ήταν ένα χάος, αλλά στο τέλος πετάξαμε ψηλά!)
Η λέξη "volar" προέρχεται από την λατινική λέξη "volāre", η οποία έχει την ίδια σημασία.