Verbo (ρήμα).
/boˈlɑɾ.se/
Το "volarse" είναι ένα αόριστο ρήμα στα Ισπανικά που προέρχεται από το ρήμα "volver" (γυρίζω, επιστρέφω) και εντάσσεται στην κατηγορία των ανακλαστικών ρημάτων. Συνήθως σημαίνει "να πετάξω", αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα για να δηλώσει την έννοια του να "φεύγω γρήγορα" ή "να διαφεύγω".
Η χρήση της λέξης στα Ισπανικά είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στον προφορικό μπορεί να χρησιμοποιείται πιο άμεσα και ανεπίσημα, ενώ στον γραπτό λόγο συχνά παρατηρείται σε λογοτεχνικά ή ποιητικά κείμενα.
Η πουλί φεύγει πριν προλάβω να το πιάσω!
Cuando terminó la reunión, todos se volaron rápidamente.
Όταν τελείωσε η συνάντηση, όλοι έφυγαν γρήγορα.
De tanto estrés, sentí que se me volaba la cabeza.
Η λέξη "volarse" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Κάποιες φορές, αυτός χάνει τον έλεγχο όταν κάτι δεν πάει καλά.
Volarse en un suspiro
Η ευκαιρία φεύγει σε μία ανάσα και δεν μπορέσαμε να την πιάσουμε.
Volarse la cabeza
Η λέξη "volarse" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "volare", που σημαίνει "να πετάω". Έχει εξελιχθεί στη διάρκεια του χρόνου να αποκτήσει και επιπλέον νοήματα που σχετίζονται με την φυγή ή την απομάκρυνση.
Συνώνυμα: - escaparse (να διαφύγω) - huir (να φύγω)
Αντώνυμα: - quedarse (να μείνω) - permanecer (να παραμείνω)