Η λέξη "volcar" στα Ισπανικά σημαίνει κυρίως "ανατρέπω" ή "άφεση". Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τη σωματική πράξη του αναποδογυρίσματος, ή μεταφορικά για την αλλαγή μιας κατάστασης ή την απώλεια της ισορροπίας σε διάφορα contexts. Είναι μια κατανοητή λέξη που χρησιμοποιείται συχνά, ιδιαίτερα στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές αναφορές.
El camión volcó en la carretera.
(Το φορτηγό ανατράπηκε στο δρόμο.)
Necesitamos volcar todos nuestros esfuerzos en este proyecto.
(Πρέπει να αφιερώσουμε όλες μας τις δυνάμεις σε αυτό το έργο.)
Η λέξη "volcar" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, που σηματοδοτούν μεταφορικές έννοιες:
Volcar los datos.
(Ανατρέπω τα δεδομένα.)
Αναφέρεται στην πράξη της αλλαγής ή επεξεργασίας δεδομένων.
Volcarse en algo.
(Ανατρέπω τον εαυτό μου σε κάτι.)
Σημαίνει να αφοσιώνεσαι πλήρως σε μια δραστηριότητα ή εργασία.
Volcar emociones.
(Ανατρέπω συναισθήματα.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος μοιράζεται ή εκφράζει έντονα τα συναισθήματά του.
Η λέξη "volcar" προέρχεται από το λατινικό "volvĕre," που σημαίνει "γυρίζω" ή "περιστρέφω." Η ρίζα του έχει παρόμοιες υπάρξεις σε πολλές Γερμανικές γλώσσες που σχετίζονται με την έννοια του γυρίσματος ή της κίνησης.
trastocar
Αντώνυμα: