Madrid: Ρήμα.
IPA: /bolˈkarse/
Η λέξη "volcarse" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει κυρίως "να αναποδογυρίσει" ή "να ρίξει κάτι". Χρησιμοποιείται τόσο σε κυριολεκτική όσο και σε μεταφορική έννοια. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε ένα αντικείμενο που αναποδογυρίζει, αλλά επίσης και σε συμπεριφορές ή συναισθήματα, όπως το να "ρίχνω" την αγάπη ή την προσοχή μου σε κάτι ή κάποιον.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, κυρίως στον προφορικό λόγο.
Los hombres se volcaron para ayudar a los heridos.
(Οι άνδρες αντέστρεψαν για να βοηθήσουν τους τραυματίες.)
El coche se volcó en la carretera.
(Το αυτοκίνητο αναποδογυρίστηκε στο δρόμο.)
Decidió volcarse en el estudio para su examen.
(Αποφάσισε να αφιερωθεί στη μελέτη για την εξέτασή του.)
Η λέξη "volcarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, εξαίροντας διάφορες καταστάσεις και συναισθήματα.
Volcarse en algo.
(Επικεντρώνομαι σε κάτι.)
Ejemplo: Ella se volcó en su trabajo después de la crisis.
(Αυτή αφιερώθηκε στη δουλειά της μετά την κρίση.)
Volcarse a alguien.
(Να αφοσιωθεί σε κάποιον.)
Ejemplo: Se volcó a su amigo en momentos difíciles.
(Αφοσιώθηκε στον φίλο του σε δύσκολες στιγμές.)
Volcarse de alegría.
(Να ξεχειλίσεις από χαρά.)
Ejemplo: Se volcó de alegría al recibir la noticia.
(Ξεχείλισε από χαρά όταν έλαβε την είδηση.)
Η λέξη "volcarse" προέρχεται από το λατινικό "volcare," που σημαίνει "αναποδογυρίζω", το οποίο σχετίζεται με το ρήμα "volvĕre" που σημαίνει "να περιστρέφω" ή "να γυρίζω".
Συνώνυμα: - Invertir (να α invertize) - Desplazar (να μετατοπιστεί)
Αντώνυμα: - Estabilizar (να σταθεροποιηθεί) - Conservar (να διατηρηθεί)