Η λέξη "voltear" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει να γυρίσεις ή να αναστρέψεις κάτι. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του γυρίσματος αντικειμένων, είτε πρόκειται για φυσικά αντικείμενα όπως ένα βιβλίο, είτε για πιο αφηρημένες έννοιες όπως απόψεις ή καταστάσεις.
Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, καθώς είναι μια κοινή λέξη που χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Quiero voltear la página del libro.
Θέλω να γυρίσω τη σελίδα του βιβλίου.
No debes voltear el coche mientras conduces.
Δε θα πρέπει να αναποδογυρίσεις το αυτοκίνητο ενώ οδηγείς.
Ella decidió voltear su vida hacia el lado positivo.
Αυτή αποφάσισε να γυρίσει τη ζωή της προς την θετική πλευρά.
Μετάφραση: Να γυρίσεις την ομελέτα.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αλλαγή μιας κατάστασης ή μιας αποφασιστικής αλλαγής.
No hay que voltear la cara.
Μετάφραση: Δεν πρέπει να γυρίζεις το πρόσωπο.
Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στο να μη γυρνάς την πλάτη σε προβλήματα ή προκλήσεις.
Voltea la situación a tu favor.
Μετάφραση: Γύρισε την κατάσταση υπέρ σου.
Χρησιμοποιείται για να ενθαρρύνει κάποιον να αλλάξει τις συγκυρίες ώστε να έχει καλύτερα αποτελέσματα.
Aunque la vida te haga voltear, siempre sigue adelante.
Η λέξη "voltear" προέρχεται από τη λατινική λέξη "voltare", που επίσης σημαίνει να γυρίσεις ή να αναστρέψεις.
Συνώνυμα: - girar - volver - revertir
Αντώνυμα: - fijar (να σταθεροποιήσεις) - sostener (να κρατήσεις)