Voluble είναι επίθετο.
/pholube.le/
Η λέξη voluble χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι ευκίνητος, εύκολα μεταβολιζόμενος ή που μπορεί να μετακομίζει εύκολα από τη μία κατάσταση στην άλλη. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που μιλούν ακατάπαυστα ή είναι επικοινωνιακά. Η συχνότητα χρήσης είναι περισσότερη στον προφορικό λόγο σε καθημερινές συζητήσεις, καθώς και σε περιπτώσεις που σχετίζονται με τη βιολογία ή τη βοτανική.
Ella es una persona voluble, siempre cambia de opinión.
Αυτή είναι ένα ευμετάβλητο άτομο, πάντα αλλάζει γνώμη.
El clima de esta región es voluble, por eso lleva paraguas siempre.
Το κλίμα αυτής της περιοχής είναι απρόβλεπτο, γι' αυτό και πάντα κουβαλάει ομπρέλα.
Sus ideas son volubles y cambian dependiendo de su estado de ánimo.
Οι ιδέες του είναι ρευστές και αλλάζουν ανάλογα με τη διάθεσή του.
Η λέξη voluble δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω είναι κάποιες προτάσεις που την περιλαμβάνουν:
Un discurso voluble
Μια ρευστή ομιλία.
Un carácter voluble
Ένας μεταβλητός χαρακτήρας.
Opiniones volubles
Μεταβαλλόμενες απόψεις.
Un clima voluble
Ένα απρόβλεπτο κλίμα.
Una política voluble
Μια ευμετάβλητη πολιτική.
Η λέξη voluble προέρχεται από το λατινικό "volubilis" που σημαίνει "ευκινησία" ή "ευκολία στο να κυλάει ή να περιστρέφεται".
Συνώνυμα: - Cambiante (αλλαγμένο) - Inestable (ασταθές) - Fluctuante (αναταραχώμενος)
Αντώνυμα: - Estable (σταθερός) - Fijo (σταθερός) - Constante (σταθερός)