Voluminoso είναι επίθετο.
/bolo.mi.noso/
Η λέξη voluminoso χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει μεγάλη όγκου ή διαστάσεις. Συνήθως αναφέρεται σε αντικείμενα ή σώματα που είναι όχι μόνο μεγάλα αλλά και ενδεχομένως βαρύτερα ή πιο ακριβά σε μεταφορά λόγω του μεγέθους τους. Χρησιμοποιείται συχνά και σε γραπτό και σε προφορικό λόγο, ωστόσο η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε περιγραφικά κείμενα ή στην επιστημονική πρόταση.
Ο καναπές που αγόρασα είναι ογκώδης και καταλαμβάνει πολύ χώρο.
El paquete voluminoso fue difícil de transportar.
Το ογκώδες πακέτο ήταν δύσκολο στη μεταφορά.
Necesitamos un camión más grande para transportar los muebles voluminosos.
Η λέξη voluminoso δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα:
Ένα ογκώδες βιβλίο μπορεί να είναι τρομακτικό για έναν αρχάριο αναγνώστη.
Se dice que una casa voluminoso tiene más calor en invierno.
Λέγεται ότι ένα ογκώδες σπίτι έχει περισσότερη ζεστασιά το χειμώνα.
La maleta voluminoso no cabe en el maletero del coche.
Το voluminoso προέρχεται από το λατινικό volumen, που σημαίνει "όγκος" ή "σχέδιο", το οποίο έχει σχέση με την έννοια του μεγάλου μεγέθους.
Συνώνυμα: - Oγκώδης - Πλατύς
Αντώνυμα: - Λιτός - Μικρός - Συμπαγής