Voluntad (ουσιαστικό, θηλυκού γένους)
/bolunˈtað/
Η λέξη voluntad αναφέρεται στην ικανότητα ή την αποφασιστικότητα ενός ατόμου να επιλέξει ή να δράσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του, δίνοντας έμφαση στην ελεύθερη βούληση. Χρησιμοποιείται σε ποικίλους τομείς, όπως η φιλοσοφία, το δίκαιο και η ψυχολογία. Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να αναφέρεται είτε σε προσωπικές αποφάσεις είτε σε νομικές καταστάσεις, όπως στην περίπτωση της βούλησης προς την κληρονομιά.
Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και ο γραπτός λόγος μπορεί να τείνει να είναι πιο επίσημος.
Η βούληση του ατόμου είναι θεμελιώδης για την λήψη αποφάσεων.
Es importante respetar la voluntad de los demás.
(Αυτή έχει θέληση σιδηρού για να υπερνικήσει τα εμπόδια.)
Actuar por voluntad propia: Σημαίνει να ενεργείς αυτοβούλως.
(Πήρε την απόφασή της αυθόρμητα, χωρίς εξωτερικές πιέσεις.)
Hacer algo de buena voluntad: Υποδηλώνει να κάνεις κάτι με καθαρή πρόθεση ή διάθεση.
(Το έκανα με καλή θέληση, χωρίς να περιμένω τίποτα σε αντάλλαγμα.)
Perder la voluntad: Σημαίνει να χάνεις την επιθυμία ή την αποφασιστικότητα.
Η λέξη voluntad προέρχεται από το λατινικό "voluntatem", που σημαίνει "θέληση" ή "βουλητική δράση".
Συνώνυμα: - deseo (επιθυμία) - determinación (αποφασιστικότητα)
Αντώνυμα: - apatía (απάθεια) - indecisión (αταξία)