voluntad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

voluntad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Voluntad (ουσιαστικό, θηλυκού γένους)

Φωνητική μεταγραφή

/bolunˈtað/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη voluntad αναφέρεται στην ικανότητα ή την αποφασιστικότητα ενός ατόμου να επιλέξει ή να δράσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του, δίνοντας έμφαση στην ελεύθερη βούληση. Χρησιμοποιείται σε ποικίλους τομείς, όπως η φιλοσοφία, το δίκαιο και η ψυχολογία. Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να αναφέρεται είτε σε προσωπικές αποφάσεις είτε σε νομικές καταστάσεις, όπως στην περίπτωση της βούλησης προς την κληρονομιά.

Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και ο γραπτός λόγος μπορεί να τείνει να είναι πιο επίσημος.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La voluntad de la persona es fundamental para tomar decisiones.
  2. Η βούληση του ατόμου είναι θεμελιώδης για την λήψη αποφάσεων.

  3. Es importante respetar la voluntad de los demás.

  4. Είναι σημαντικό να σεβόμαστε τη θέληση των άλλων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη voluntad προέρχεται από το λατινικό "voluntatem", που σημαίνει "θέληση" ή "βουλητική δράση".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - deseo (επιθυμία) - determinación (αποφασιστικότητα)

Αντώνυμα: - apatía (απάθεια) - indecisión (αταξία)



22-07-2024