Το "voluntarioso" είναι επίθετο.
Фωνητική μεταγραφή στα διεθνή φωνητικά αλφάβητο (IPA): /bolun.ta.ɾi.o.so/
Το "voluntarioso" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει κάποιον που είναι πρόθυμος να προσφέρει τη βοήθειά του ή που έχει διάθεση να συμμετάσχει σε εθελοντικές δραστηριότητες. Είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενο επίθετο, περισσότερο στον προφορικό λόγο.
El niño es muy voluntarioso y siempre quiere ayudar.
(Το παιδί είναι πολύ πρόθυμο και πάντα θέλει να βοηθά.)
Las personas voluntariosas son una gran ayuda en situaciones de emergencia.
(Οι πρόθυμοι άνθρωποι είναι μεγάλη βοήθεια σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.)
En nuestra comunidad, hay muchos voluntariosos que organizan eventos benéficos.
(Στην κοινότητά μας, υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι που οργανώνουν φιλανθρωπικά γεγονότα.)
Παρόλο που το "voluntarioso" δεν συναντάται συχνά σε σύνθετες ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχει η δυνατότητα στο πλαίσιο πρόθυμου χαρακτηρισμού:
Ser voluntarioso es un valor muy apreciado en el trabajo comunitario.
(Να είσαι πρόθυμος είναι μια πολύ εκτιμημένη αξία στην κοινοτική εργασία.)
La actitud voluntariosa de los estudiantes hizo que el proyecto fuera un éxito.
(Η πρόθυμη στάση των φοιτητών έκανε το έργο επιτυχία.)
Un voluntarioso puede cambiar la perspectiva de un grupo.
(Ένας πρόθυμος μπορεί να αλλάξει την προοπτική μιας ομάδας.)
Η λέξη "voluntarioso" προέρχεται από τη ρίζα "voluntario", που σημαίνει "εθελοντής" και συνδέεται με τον όρο "voluntariedad", που αναφέρεται στην εκούσια επιλογή ή ενέργεια.
Proactivo (δραστήριος)
Αντώνυμα: