Το "volver" είναι ρήμα.
/bolˈβeɾ/
Η λέξη "volver" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει "επιστρέφω" ή "γυρίζω", χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια της επιστροφής σε έναν προηγούμενο τόπο ή κατάσταση. Είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα ρήματα και έχει μεγάλη συχνότητα χρήσης σε προφορικό και γραπτό λόγο.
Συνήθως χρησιμοποιείται για να εκφράσει δράσεις που σχετίζονται με την επιστροφή ή την επανάληψη.
Voy a volver a casa después del trabajo.
(Θα επιστρέψω σπίτι μετά τη δουλειά.)
Ella quiere volver a estudiar.
(Αυτή θέλει να επιστρέψει στα μαθήματα.)
El pasado vuelve a atormentarme.
(Το παρελθόν επιστρέφει να με βασανίζει.)
Η λέξη "volver" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Volver la vista atrás.
(Επιστρέφω το βλέμμα πίσω.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ανασκόπηση ή την ανάμνηση του παρελθόντος.
Volver a nacer.
(Γεννιέμαι ξανά.)
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια καινούργια αρχή ή ανανέωση.
Volver a empezar.
(Ξεκινάω ξανά.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αρχή ενός νέου πεδίου ή φάσης στη ζωή.
El tiempo vuelve.
(Ο χρόνος επιστρέφει.)
Χρησιμοποιείται για να εννοηθεί ότι κάποια πράγματα επαναλαμβάνονται ή ότι οι καταστάσεις γυρίζουν πίσω.
Η λέξη "volver" προέρχεται από το λατινικό "volvĕre", που σημαίνει "γυρίζω" ή "επαναλαμβάνω".