Ρήμα
[βοˈmi̯taɾ]
Η λέξη "vomitar" σημαίνει «να κάνω εμετό» ή «να αποβάλλω το περιεχόμενο του στομάχου μέσω του στόματος». Εμφανίζεται συχνά στο ιατρικό λεξιλόγιο και χρησιμοποιείται και στην καθημερινή γλώσσα για να περιγράψει την πράξη του εμετού. Στην Ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό λόγο καθώς και σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την υγεία.
El niño vomitó después de comer demasiados dulces.
(Το παιδί έκανε εμετό μετά την κατανάλωση πάρα πολλών γλυκών.)
Si te sientes mareado, es posible que necesites vomitar.
(Αν νιώθεις ζαλισμένος, είναι πιθανό να χρειαστεί να κάνεις εμετό.)
Η λέξη "vomitar" δεν είναι πολύ συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει κάποιες χρήσεις που σχετίζονται με συναισθηματική κατάσταση ή απόπειρες κρατήματος του εαυτού σε δύσκολες καταστάσεις.
Vomitar la rabia.
(Να απελευθερώσεις την οργή.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την εκτόνωση συναισθημάτων, κυρίως αρνητικών.
Tengo ganas de vomitar de tanto estrés.
(Έχω διάθεση να κάνω εμετό από τόσον άγχος.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι το άτομο είναι τόσο πιεσμένο που νιώθει σωματικά άσχημα.
No puedo más, voy a vomitar todo lo que he tragado.
(Δεν αντέχω άλλο, θα βγάλω όλα όσα έχω καταπιεί.)
Μια μεταφορά που δηλώνει την ανάγκη να εκφράσει ή να απελευθερώσει κάτι που τον ταλανίζει.
Η λέξη "vomitar" προέρχεται από το λατινικό "vomitare", που σημαίνει «να κάνω εμετό».
Συνώνυμα: - arrojar (να ρίχνω) - expulsar (να αποβάλλω)
Αντώνυμα: - tragar (να καταπιώ) - retener (να κρατήσω)