voracidad (ουσιαστικό θηλυκού γένους)
/boɾaθiˈðað/ (ισπανικά)
Η λέξη “voracidad” αναφέρεται στην αδηφαγία ή στη μεγάλη επιθυμία για φαγητό. Σημαίνει επίσης την απληστία ή την έντονη επιθυμία για κάτι πιο γενικά, όπως πλούτο ή γνώση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια, τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, αν και η χρήση της στην καθημερινή ομιλία μπορεί να είναι πιο περιορισμένη.
Η αδηφαγία των άγριων ζώων είναι εκπληκτική.
Su voracidad por el conocimiento la llevó a estudiar más de diez idiomas.
Η λέξη "voracidad" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ιδιωματικές εκφράσεις που ενδεχομένως δεν μεταφράζονται κυριολεκτικά αλλά εκφράζουν ενδείξεις αδηφαγίας ή επιθυμίας.
Να έχεις αδηφαγία για επιτυχία.
La voracidad por aprender nunca se debe apagar.
Η αδηφαγία για μάθηση δεν πρέπει ποτέ να σβήσει.
Su voracidad por la comida lo convirtió en un gran chef.
Η λέξη "voracidad" προέρχεται από το λατινικό "voracitas", που σημαίνει "αδηφαγία". Αυτό με τη σειρά του προέρχεται από το ρήμα "vorare", που σημαίνει "καταναλώνω" ή "κατασπαράζω".
Συνώνυμα: - Avaricia (απληστία) - Codicia (λαχτάρα)
Αντώνυμα: - Moderación (μετριοπάθεια) - Templanza (αυτοπειθαρχία)