Ρήμα.
[boˈtaɾ]
Η λέξη "votar" στα Ισπανικά σημαίνει "να ψηφίσω" ή "να συμμετάσχω σε μια ψηφοφορία". Χρησιμοποιείται κυρίως σε πολιτικά ή εκλογικά συμφραζόμενα. Αυτή η λέξη συναντάται συχνά στο γραπτό και προφορικό λόγο, ιδίως κατά τη διάρκεια εκλογών ή πολιτικών αναλύσεων.
Es importante votar en las elecciones.
(Είναι σημαντικό να ψηφίσω στις εκλογές.)
Muchos ciudadanos decidieron votar por primera vez.
(Πολλοί πολίτες αποφάσισαν να ψηφίσουν για πρώτη φορά.)
El gobierno está organizando un debate para fomentar el voto.
(Η κυβέρνηση οργανώνει μια συζήτηση για να ενθαρρύνει την ψηφοφορία.)
Η λέξη "votar" εμπλουτίζει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Αυτή η έκφραση αναφέρεται στην ψηφοφορία χωρίς να επιλέξει κανέναν υποψήφιο, συνήθως ως ένδειξη διαμαρτυρίας.
Votar por los menos.
(Να ψηφίσω για τους λιγότερους.)
Αυτή η φράση αναφέρεται στην επιλογή της λιγότερο κακής επιλογής κατά την ψηφοφορία.
Votar con el bolsillo.
(Να ψηφίσω με την τσέπη.)
Η λέξη "votar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "votare", που σημαίνει "να θέσω σε ψηφοφορία" ή "να ψηφίσω".
Συνώνυμα: - elegir (να επιλέξω) - decidir (να αποφασίσω)
Αντώνυμα: - abstenerse (να απέχω)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "votar" καθώς χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά.