votar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

votar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

[boˈtaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "votar" στα Ισπανικά σημαίνει "να ψηφίσω" ή "να συμμετάσχω σε μια ψηφοφορία". Χρησιμοποιείται κυρίως σε πολιτικά ή εκλογικά συμφραζόμενα. Αυτή η λέξη συναντάται συχνά στο γραπτό και προφορικό λόγο, ιδίως κατά τη διάρκεια εκλογών ή πολιτικών αναλύσεων.

Παραδείγματα

  1. Es importante votar en las elecciones.
    (Είναι σημαντικό να ψηφίσω στις εκλογές.)

  2. Muchos ciudadanos decidieron votar por primera vez.
    (Πολλοί πολίτες αποφάσισαν να ψηφίσουν για πρώτη φορά.)

  3. El gobierno está organizando un debate para fomentar el voto.
    (Η κυβέρνηση οργανώνει μια συζήτηση για να ενθαρρύνει την ψηφοφορία.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "votar" εμπλουτίζει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:

  1. Votar en blanco.
    (Να ψηφίσω λευκό.)
  2. Αυτή η έκφραση αναφέρεται στην ψηφοφορία χωρίς να επιλέξει κανέναν υποψήφιο, συνήθως ως ένδειξη διαμαρτυρίας.

  3. Votar por los menos.
    (Να ψηφίσω για τους λιγότερους.)

  4. Αυτή η φράση αναφέρεται στην επιλογή της λιγότερο κακής επιλογής κατά την ψηφοφορία.

  5. Votar con el bolsillo.
    (Να ψηφίσω με την τσέπη.)

  6. Αυτή η πρόσφατη έκφραση υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι ψηφίζουν με βάση τα οικονομικά τους συμφέροντα.

Ετυμολογία

Η λέξη "votar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "votare", που σημαίνει "να θέσω σε ψηφοφορία" ή "να ψηφίσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - elegir (να επιλέξω) - decidir (να αποφασίσω)

Αντώνυμα: - abstenerse (να απέχω)

Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "votar" καθώς χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά.



23-07-2024