Vuelillo είναι ουσιαστικό.
/vweˈliʎo/
Η λέξη vuelillo μπορεί να αναφέρεται σε μια ελαφριά ή σύντομη πτήση, συνήθως χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει κινήσεις που περιλαμβάνουν κάποια μορφή κίνησης ή στροφής, αλλά με μια αίσθηση ελαφρότητας ή αβίαστου. Χρησιμοποιείται συνήθως σε γραπτός και προφορικός λόγος, αν και μπορεί να είναι λιγότερο συχνή σε επίσημα κείμενα.
Το πουλί έκανε μια μικρή πτήση και κάθισε στο κλαδί.
Durante el baile, ella dio un vuelillo que dejó a todos asombrados.
Η λέξη vuelillo μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πανταχού παρούσα στην καθημερινή γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Έκανε μια απροσδόκητη στροφή στη συζήτηση.
A veces la vida te da un vuelillo que no esperabas.
Μερικές φορές η ζωή σου δίνει μια στροφή που δεν περίμενες.
En la trama del cuento, hay un vuelillo que cambia todo.
Η λέξη vuelillo προέρχεται από το ρήμα volar που σημαίνει "να πετάω", με το προσδιοριστικό "illo", που προσδίδει μια αίσθηση μικρότητας ή ελαφρότητας.
Συνώνυμα - Vuelo (πτήση) - Giro (στροφή)
Αντώνυμα - Caída (πτώση) - Quietud (ησυχία)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη vuelillo στην ισπανική γλώσσα.