Η λέξη "vuelo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /ˈbwelo/
Η λέξη "vuelo" αναφέρεται στη διαδικασία ή την κατάσταση της πτήσης. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πτήση ενός αεροπλάνου ή άλλων πτητικών αντικειμένων, καθώς και τις πτήσεις που κάνουν τα πουλιά ή άλλα ζωντανά πλάσματα στον αέρα.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη είναι αρκετά συχνή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και οι περιγραφές των πτήσεων είναι πιο κοινές στον γραπτό λόγο.
Η πτήση αναχώρησε εγκαίρως.
Me gusta ver los vuelos de las aves.
Μου αρέσει να παρακολουθώ τις πτήσεις των πουλιών.
El vuelo de ayer fue cancelado.
Η λέξη "vuelo" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Traducción: "Απ' τη σκοπιά ενός πουλιού, la ciudad parece más pequeña." - "Απ' τη σκοπιά ενός πουλιού, η πόλη φαίνεται πιο μικρή."
Volar alto
Traducción: "Siempre debes volar alto en tus sueños." - "Πάντα πρέπει να πετάς ψηλά στα όνειρά σου."
De vuelo
Η λέξη "vuelo" προέρχεται από το ρήμα "volar", που σημαίνει "πετάω". Προέρχεται από τη Λατινική λέξη "volare".
Συνώνυμα: - "Pájaro" (πουλί) - σε ορισμένα πλαίσια - "Trayecto aéreo" (αεροπορική διαδρομή)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για τη λέξη "vuelo", καθώς αναφέρεται σε μια φυσική διαδικασία, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί "tierra" (γη) για να υποδηλώσει την κατάσταση αντίθετη της πτήσης.