Η λέξη "vulgo" είναι επίρρημα.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈbulɡo/
Η λέξη "vulgo" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί στη δημόσια γνώμη ή για να δηλώσει κάτι που είναι κοινώς αποδεκτό. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Η δημόσια γνώμη, γενικά, έχει την τάση να είναι πολύ ασταθής.
En mi barrio, vulgo, todos se conocen.
Στη γειτονιά μου, σε γενικές γραμμές, όλοι γνωρίζονται.
La expresión "de vulgo" se refiere a algo común.
Ejemplo: La costumbre de comer pan todos los días es de vulgo en nuestra cultura.
Vulgo o no vulgo: Χρησιμοποιείται σε νομικά ή ακαδημαϊκά πλαίσια για να δηλώσει την κοινωνική αποδοχή ή αναγνώριση.
Η λέξη "vulgo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vulgus," που σημαίνει "όχλος" ή "λαός."
Συνώνυμα - público (δημόσιος) - común (κοινός)
Αντώνυμα - privado (ιδιωτικός) - exclusivo (αποκλειστικός)