vulnerabilidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vulnerabilidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "vulnerabilidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

[vul.ne.ɾa.bi.liˈðað]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η "vulnerabilidad" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα του να είσαι ευάλωτος ή εκτεθειμένος σε κινδύνους, επιθέσεις ή ζημιές. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στην ιατρική (π.χ. ευαλωτότητα σε ασθένειες), την οικονομία (π.χ. ευάλωτες οικονομίες) και την κοινωνία (π.χ. ευάλωτες ομάδες).

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La vulnerabilidad de las poblaciones frente al cambio climático es un tema importante.
    (Η ευαλωτότητα των πληθυσμών απέναντι στην κλιματική αλλαγή είναι ένα σημαντικό θέμα.)

  2. La vulnerabilidad a enfermedades aumenta con la edad.
    (Η ευαλωτότητα σε ασθένειες αυξάνεται με την ηλικία.)

  3. Es esencial evaluar la vulnerabilidad de un sistema antes de implementar cambios.
    (Είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί η ευαλωτότητα ενός συστήματος πριν από την εφαρμογή αλλαγών.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vulnerabilidad" έχει χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. En un mundo globalizado, la vulnerabilidad se vuelve un tema crítico.
    (Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, η ευαλωτότητα γίνεται ένα κρίσιμο θέμα.)

  2. La vulnerabilidad emocional puede ser un obstáculo en las relaciones personales.
    (Η συναισθηματική ευαλωτότητα μπορεί να είναι ένα εμπόδιο στις προσωπικές σχέσεις.)

  3. Los gobiernos deben trabajar para reducir la vulnerabilidad de sus ciudadanos.
    (Οι κυβερνήσεις πρέπει να εργαστούν για τη μείωση της ευαλωτότητας των πολιτών τους.)

  4. La vulnerabilidad social afecta a muchas comunidades en el país.
    (Η κοινωνική ευαλωτότητα επηρεάζει πολλές κοινότητες στη χώρα.)

  5. La evaluación de la vulnerabilidad ayuda a planificar mejor los recursos.
    (Η αξιολόγηση της ευαλωτότητας βοηθά στην καλύτερη σχεδίαση των πόρων.)

Ετυμολογία

Η λέξη "vulnerabilidad" προέρχεται από το λατινικό "vulnerabilis", που σημαίνει "ευάλωτος", και το οποίο σχηματίζεται από το "vulnus", που σημαίνει "τραύμα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - fragilidad (ευθραυστότητα) - debilidad (αδυναμία)

Αντώνυμα: - robustez (σταθερότητα) - fortaleza (δύναμη)



23-07-2024