vulnerable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vulnerable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/vulˈneɾaβle/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση στη γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "vulnerable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι επιρρεπής σε ζημία ή βλάβη. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην ιατρική (για ασθενείς), στη στρατιωτική ορολογία (για στρατεύματα που είναι εκτεθειμένα) και σε γενικότερα κοινωνικά ή ψυχολογικά εμπειρίες. Έχει μέτρια συχνότητα χρήσης και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτά συμφραζόμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Las personas mayores son más vulnerables a las enfermedades.
    (Οι ηλικιωμένοι είναι πιο ευάλωτοι σε ασθένειες.)

  2. El equipo estaba vulnerable durante la ofensiva del enemigo.
    (Η ομάδα ήταν ευάλωτη κατά τη διάρκεια της επίθεσης του εχθρού.)

  3. Es importante proteger a los niños vulnerables de situaciones peligrosas.
    (Είναι σημαντικό να προστατεύουμε τα ευάλωτα παιδιά από επικίνδυνες καταστάσεις.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vulnerable" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Estar en una posición vulnerable.
    (Να βρίσκεσαι σε ευάλωτη θέση.)
  2. Αυτό σημαίνει να είσαι σε κατάσταση ή θέση που μπορεί να σε εκθέσει σε κινδύνους.

  3. Sentirse vulnerable emocionalmente.
    (Να νιώθεις συναισθηματικά ευάλωτος.)

  4. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αισθάνεται υπερευαίσθητος ή επικινδυνογενής συγκινησιακά.

  5. Sacar ventaja de la vulnerabilidad.
    (Να εκμεταλλεύεσαι την ευαλωτότητα.)

  6. Αναφέρεται στην ικανότητα κάποιου να εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες άλλων.

  7. Exponer a alguien a una situación vulnerable.
    (Να εκθέτεις κάποιον σε ευάλωτη κατάσταση.)

  8. Αυτό χρησιμοποιείται όταν κάποιος οδηγεί ή δημιουργεί συνθήκες που θέτουν κάποιον σε κίνδυνο.

Ετυμολογία

Η λέξη "vulnerable" προέρχεται από το λατινικό "vulnerabilis," που σημαίνει "εκτεθειμένος σε βλάβες," το οποίο πηγάζει από το ρήμα "vulnus" (πληγή).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - susceptible (ευαίσθητος) - desprotegido (απροστάτευτος)

Αντώνυμα: - resistente (ανθεκτικός) - fuerte (ισχυρός)



22-07-2024