Επίθετο
/vulˈneɾaβle/
Η λέξη "vulnerable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι επιρρεπής σε ζημία ή βλάβη. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην ιατρική (για ασθενείς), στη στρατιωτική ορολογία (για στρατεύματα που είναι εκτεθειμένα) και σε γενικότερα κοινωνικά ή ψυχολογικά εμπειρίες. Έχει μέτρια συχνότητα χρήσης και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτά συμφραζόμενα.
Las personas mayores son más vulnerables a las enfermedades.
(Οι ηλικιωμένοι είναι πιο ευάλωτοι σε ασθένειες.)
El equipo estaba vulnerable durante la ofensiva del enemigo.
(Η ομάδα ήταν ευάλωτη κατά τη διάρκεια της επίθεσης του εχθρού.)
Es importante proteger a los niños vulnerables de situaciones peligrosas.
(Είναι σημαντικό να προστατεύουμε τα ευάλωτα παιδιά από επικίνδυνες καταστάσεις.)
Η λέξη "vulnerable" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Αυτό σημαίνει να είσαι σε κατάσταση ή θέση που μπορεί να σε εκθέσει σε κινδύνους.
Sentirse vulnerable emocionalmente.
(Να νιώθεις συναισθηματικά ευάλωτος.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αισθάνεται υπερευαίσθητος ή επικινδυνογενής συγκινησιακά.
Sacar ventaja de la vulnerabilidad.
(Να εκμεταλλεύεσαι την ευαλωτότητα.)
Αναφέρεται στην ικανότητα κάποιου να εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες άλλων.
Exponer a alguien a una situación vulnerable.
(Να εκθέτεις κάποιον σε ευάλωτη κατάσταση.)
Η λέξη "vulnerable" προέρχεται από το λατινικό "vulnerabilis," που σημαίνει "εκτεθειμένος σε βλάβες," το οποίο πηγάζει από το ρήμα "vulnus" (πληγή).
Συνώνυμα: - susceptible (ευαίσθητος) - desprotegido (απροστάτευτος)
Αντώνυμα: - resistente (ανθεκτικός) - fuerte (ισχυρός)