vulnerar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /bul.neˈɾaɾ/
Η λέξη vulnerar χρησιμοποιείται στο ισπανικό λεξιλόγιο για να περιγράψει την πράξη του να προκαλείς ζημιά ή να βλάπτεις κάποιον ή κάτι, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικό πλαίσιο για να αναφερθεί σε παραβιάσεις δικαιωμάτων ή προστασίας. Είναι σχετικά κοινή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με έμφαση ίσως σε νομικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Η επίθεση μπορεί να πληγώσει την εθνική ασφάλεια.
Es ilegal vulnerar los derechos de los ciudadanos.
Είναι παράνομο να βλάπτεις τα δικαιώματα των πολιτών.
La exposición a sustancias tóxicas puede vulnerar la salud.
Η λέξη vulnerar δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε σημαντικά συμφραζόμενα όπου η έννοια της παραβίασης ή της βλάβης είναι ουσιαστική.
Να βλάψεις την εμπιστοσύνη κάποιου είναι πολύ σοβαρό.
Vulnerar adversidades es parte del crecimiento.
Προκαλώντας βλάβες σε δυσκολίες είναι μέρος της ανάπτυξης.
Vulnerar la integridad moral de una persona puede tener consecuencias devastadoras.
Η λέξη vulnerar προέρχεται από το λατινικό ρήμα vulnerare, που σημαίνει "να πληγώσω" ή "να βλάψω", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το vulnus, που σημαίνει "πληγή".
Συνώνυμα: - dañar - herir - infundir preocupación
Αντώνυμα: - proteger - resguardar - salvaguardar