Η λέξη "yacimiento" είναι ουσιαστικό.
/yɑiθi̯emˈto/ (παρακαλώ σημειώστε ότι η προφορά μπορεί να διαφέρει ελαφρώς ανάλογα με την περιοχή).
Ο όρος "yacimiento" αναφέρεται συνήθως σε ένα χώρο όπου βρέθηκαν φυσικοί πόροι ή αρχαιολογικά ευρήματα, όπως πετρέλαιο, αέριο, ορυκτά ή αρχαία αντικείμενα. Χρησιμοποιείται ευρέως σε τομείς όπως η γεωλογία και η αρχαιολογία. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο και επιστημονικές διαλέξεις.
Το κοιτάσμα πετρελαίου σε αυτήν την περιοχή είναι πολύ σημαντικό για την τοπική οικονομία.
Investigadores han encontrado un yacimiento arqueológico en el desierto.
Στα ισπανικά, η λέξη "yacimiento" δεν εμφανίζεται συχνά σε σημαντικές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες συσχετίσεις όπου αναφέρεται σε κοιτάσματα ή ευρήματα.
Αυτό το κοιτάσμα θεωρείται θησαυρός για τους επιστήμονες.
La exploración del yacimiento ha revelado muchas sorpresas.
Η εξερεύνηση του κοιτάσματος έχει αποκαλύψει πολλές εκπλήξεις.
Encontrar un yacimiento nuevo puede cambiar las reglas del juego en la minería.
Η λέξη "yacimiento" προέρχεται από το ρήμα "yacer", που σημαίνει "να βρίσκεται" ή "να είναι θαμμένος". Ουσιαστικά αναφέρεται σε κάτι που βρίσκεται ή καταλαμβάνει μία συγκεκριμένη θέση.
Συνώνυμα: - hallazgo (εύρημα) - depósito (καταθέση, απόθεμα)
Αντώνυμα: - vacío (κενό, έλλειψη) - ausencia (απουσία)
Αυτές οι πληροφορίες θα έπρεπε να σας προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "yacimiento" στα Ισπανικά.