Το "yermo" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "yermo" στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα (IPA) είναι /ˈʝeɾ.mo/.
Η λέξη "yermo" αναφέρεται σε κάτι που είναι κενό ή ακατοίκητο, όπως μια άδεια ή έρημη περιοχή. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει μέρη που δεν έχουν καμία δραστηριότητα ή ζωή.
Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κάπως πιο συχνά στον γραπτό λόγο, όπως στην ποίηση ή σε λογοτεχνικά κείμενα, ενώ η χρήση του στον προφορικό λόγο είναι λιγότερο συχνή.
El paisaje era yermo y desolado.
(Το τοπίο ήταν έρημο και ερημωμένο.)
Pasamos por un yermo antes de llegar al pueblo.
(Περάσαμε από μια έρημο πριν φτάσουμε στο χωριό.)
Su corazón estaba yermo de sentimientos.
(Η καρδιά του ήταν έρημη από συναισθήματα.)
Η λέξη "yermo" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες φράσεις που ενδεχομένως να συνοδεύονται από την έννοια της ερήμου ή του κενού:
El desierto yermo de sus sueños.
(Η έρημος κενών των ονείρων του.)
Una vida yermo sin pasión.
(Μια ζωή έρημη χωρίς πάθος.)
Sentimientos yermos llenos de soledad.
(Έρημα συναισθήματα γεμάτα μοναξιά.)
Un futuro yermo que no se vislumbra.
(Ένας έρημος μέλλον που δεν διαφαίνεται.)
Las palabras cayeron en un yermo de silencio.
(Οι λέξεις έπεσαν σε μια έρημο σιωπής.)
Un amor yermo que nunca floreció.
(Μια έρημη αγάπη που ποτέ δεν άνθισε.)
Η λέξη "yermo" προέρχεται από τον λατινικό όρο "germus", που αναφέρεται σε κενό ή άδειο.
Συνώνυμα: - Desierto (έρημος) - Vacío (κενό)
Αντώνυμα: - Poblado (κατοικημένος) - Vibrante (ζωντανός)