"Yerto" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή στα Ισπανικά: /ˈjeɾto/
Η λέξη "yerto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι άκαμπτο, στεγνό ή ακόμα και κουρασμένο. Μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει την ικανότητα να κινείται ή να αναπαράγεται, και συχνά μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να απεικονίσει μια κατάσταση που είναι στατική ή ανενεργή.
Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
El clima estaba yerto y seco durante el verano.
(Ο καιρός ήταν γυμνός και ξηρός κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.)
Las flores yertas en el jardín indican falta de agua.
(Τα γυμνά λουλούδια στον κήπο υποδεικνύουν έλλειψη νερού.)
Su postura yerta no mostraba ningún signo de ánimo.
(Η γυμνή του στάση δεν έδειχνε κανένα σημάδι διάθεσης.)
Η λέξη "yerto" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιγραφές καταστάσεων ή χαρακτήρων. Ορισμένες παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Se siente yerto como una estatua.
(Αισθάνεται γυμνός σαν άγαλμα.)
Las ideas en la reunión estaban yertas.
(Οι ιδέες στη συνάντηση ήταν γυμνές.)
El ambiente se volvió yerto tras la noticia.
(Η ατμόσφαιρα έγινε γυμνή μετά την είδηση.)
Después de tanto esfuerzo, me quedé yerto.
(Μετά από τόση προσπάθεια, έμεινα γυμνός.)
El debate se tornó yerto, sin más aportes.
(Η συζήτηση έγινε γυμνή, χωρίς άλλες προσφορές.)
Η λέξη "yerto" προέρχεται από το αρχαϊκό ισπανικό "yerto", το οποίο έχει ρίζες στο λατινικό "hīerĭtus", που σημαίνει "ακαμψία" ή "στέρηση ζωής."
Συνώνυμα: - Rígido - Inerte - Estático
Αντώνυμα: - Flexible - Vivo - Activo