Ρήμα
/zafaɾse/
Η λέξη "zafarse" στα Ισπανικά σημαίνει κυρίως την πράξη του να απελευθερώνεσαι από κάτι που σε περιορίζει ή σε κρατάει. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επαγγελματικά ή προσωπικά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε μυθιστορήματα ή αναφορές προφορικής γλώσσας.
Ella logró zafarse de sus responsabilidades.
(Κατάφερε να απαλλαγεί από τις ευθύνες της.)
Necesitaba zafarse de la presión de su trabajo.
(Χρειαζόταν να ξεφύγει από την πίεση της δουλειάς του.)
El niño se zafó de las manos de su madre y salió corriendo.
(Το παιδί ξεγλίστρησε από τα χέρια της μητέρας του και έτρεξε.)
Η λέξη "zafarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωτικές εκφράσεις και περιπτώσεις:
Es importante zafarse de la rutina para disfrutar de la vida.
(Είναι σημαντικό να ξεφεύγεις από τη ρουτίνα για να απολαμβάνεις τη ζωή.)
Zafarse de un problema
(Απαλλάσσομαι από ένα πρόβλημα)
Juan intentó zafarse de un problema que le estaba causando estrés.
(Ο Χουάν προσπάθησε να απαλλαγεί από ένα πρόβλημα που του προκαλούσε άγχος.)
Zafarse de las ataduras
(Απελευθερώνομαι από τους περιορισμούς)
En ocasiones, es necesario zafarse de las ataduras que nos imponen los demás.
(Κάποιες φορές, είναι απαραίτητο να απελευθερωθούμε από τους περιορισμούς που μας επιβάλλουν οι άλλοι.)
Zafarse del compromiso
(Αποφεύγω την δέσμευση)
Η λέξη "zafarse" προέρχεται από το παλιό Ισπανικό "zafar," το οποίο σημαίνει "να ξεκλειδώνω" ή "να απελευθερώνω," και έχει συνδεδεμένο ιστορικό με την έννοια της απελευθέρωσης από δεσμεύσεις ή περιορισμούς.
Συνώνυμα: - liberarse - escaparse - soltarse
Αντώνυμα: - atarse - comprometerse - restringirse