Zafio είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /ˈθafjo/
Η λέξη zafio αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι αγενές, ανώμαλο ή χοντροκομμένο, συχνά σε σχέση με τη συμπεριφορά ή την ομιλία του. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά περιορισμένη, ενώ συχνά χρησιμοποιείται σε περιγραφές αρνητικών χαρακτηριστικών.
Αυτός πάντα λέει αγενή πράγματα στις γιορτές.
Su zafiedad le costó varios amigos.
Η χοντροκομμένη του συμπεριφορά του κόστισε αρκετούς φίλους.
No me gusta su forma zafia de expresarse.
Η λέξη zafio δεν είναι πολύ συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που περιγράφουν αγενή ή χοντροκομμένη συμπεριφορά.
Να μιλάει με χοντροκομμένο τρόπο.
Tener un comportamiento zafio.
Να έχει μια χοντροκομμένη συμπεριφορά.
Su actitud zafia lo aisló de los demás.
Η λέξη zafio προέρχεται από το λατινικό "sāpĭdus", που σημαίνει "άσχημος" ή "στυγνός". Με την πάροδο του χρόνου, η έννοιά της έχει εξελιχθεί για να αναφέρεται κυρίως σε συμπεριφορές.
Συνώνυμα: - Grosero (αγενής) - Rudo (χονδροειδής)
Αντώνυμα: - Cortés (ευγενής) - Delicado (ευαίσθητος)