Substantivo (ουσιαστικό)
/zɑˈɡal/
Η λέξη "zagal" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται σε ένα νεαρό άτομο, συνήθως αγόρι, και έχει συνδεθεί με την ιδέα της νεότητας και της αθωότητας. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα.
Χρήση και συχνότητα: Η λέξη "zagal" δεν είναι εξαιρετικά κοινή σε σύγχρονες συζητήσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε καταστάσεις που σχετίζονται με παραδοσιακά ή αγροτικά θέματα.
El zagal ayuda a cuidar las ovejas.
Ο νεαρός άνδρας βοηθά στην φροντίδα των προβάτων.
Ese zagal tiene mucho talento para el deporte.
Αυτός ο νεαρός έχει πολύ ταλέντο στον αθλητισμό.
Η λέξη "zagal" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εκφράσει διάφορες έννοιες.
Zagal de campo.
Νεαρός από το χωριό.
(Αναφέρεται σε νέους που προέρχονται από αγροτικές περιοχές).
Zagal travieso.
Πονηρός νεαρός.
(Αναφέρεται σε έναν νεαρό που έχει κάποιες τρελές ή πονηρές συμπεριφορές).
Zagal soñador.
Ονειροπόλος νεαρός.
(Αναφέρεται σε έναν νεαρό που έχει μεγάλες φιλοδοξίες και όνειρα).
Η λέξη "zagal" προέρχεται από την αρχαία ισπανική γλώσσα και αναφέρεται σε νεαρούς, ιδιαίτερα σε αγροτικές ή παραδοσιακές κοινωνίες. Έχει στενές ρίζες σε άλλες γλώσσες που χρησιμοποιούν λέξεις παρόμοιας προέλευσης.
Συνώνυμα: - Joven (νέος) - Niño (παιδί)
Αντώνυμα: - Adulto (ενήλικας) - Anciano (ηλικιωμένος)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν αρκετούς τομείς γύρω από τη λέξη "zagal" στην ισπανική γλώσσα.