Η λέξη "zancadilla" είναι ουσιαστικό (sustantivo) θηλυκό.
Φωνητική μεταγραφή: [θan.kaˈði.ʝa] (σε ισπανικές προφορές)
Η λέξη "zancadilla" αναφέρεται σε μια κίνηση ή ενέργεια που σχετίζεται με την ανατροπή ή την πτώση κάποιου, συνήθως μέσω του τρικλοποδιού ή κάποιας μορφής παγίδας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφραζόμενα που αφορούν αθλήματα, παιχνίδια ή κανόνες συμπεριφοράς, υποδηλώνοντας ανατροπή ή εξαπάτηση.
Η λέξη χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα στο μιλώντας και γραπτό λόγο, με επικέντρωση σε περιπτώσεις που περιγράφονται στα αθλήματα ή σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
El jugador le hizo una zancadilla al rival para que cayera.
(Ο παίκτης έκανε τρικλοποδιά στον αντίπαλο για να πέσει.)
No se debe hacer una zancadilla en un juego limpio.
(Δεν θα πρέπει να κάνεις τρικλοποδιά σε ένα καθαρό παιχνίδι.)
Ella tropezó con una zancadilla y se cayó al suelo.
(Αυτή σκοντάφτει λόγω τρικλοποδιάς και έπεσε στο έδαφος.)
Η λέξη "zancadilla" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Poner una zancadilla a alguien.
(Να βάλεις τρικλοποδιά σε κάποιον.) — αναφέρεται σε προσπάθεια να εμποδίσεις ή να βλάψεις κάποιον.
Recibir una zancadilla en el camino.
(Να λάβεις τρικλοποδιά στο δρόμο.) — χρησιμοποιείται μεταφορικά για ανατροπές στα σχέδια κάποιου.
Dar una zancadilla a la competencia.
(Να κάνεις τρικλοποδιά στον ανταγωνισμό.) — αναφέρεται σε στρατηγικές για να ξεπεράσεις τους ανταγωνιστές.
A veces la vida te da una zancadilla.
(Μερικές φορές η ζωή σου βάζει τρικλοποδιά.) — χρησιμοποιείται ως προειδοποίηση ότι μπορείς να συναντήσεις απρόβλεπτα εμπόδια.
Η λέξη "zancadilla" προέρχεται από την ισπανική λέξη "zanca", που σημαίνει "πόδι" ή "σταυρός", με την προσθήκη του επιθήματος "-illa", που υποδηλώνει μικρό μέγεθος ή ελαφριά αναφορά.
Συνώνυμα: - Toma (παγίδα) - Tropezón (σκοντάφτω)
Αντώνυμα: - Apoyo (στήριξη) - Ayuda (βοήθεια)
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "zancadilla".