Zapatilla είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/zapa'tiʎa/
Η λέξη zapatilla αναφέρεται κυρίως σε ένα τύπο παπουτσιού όπως αθλητικά παπούτσια ή παντόφλες. Είναι μια κοινή λέξη που χρησιμοποιείται στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα και έχει ευρεία χρήση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Οι zapatillas είναι συχνά χρησιμοποιούμενες σε καθημερινές συζητήσεις σχετικά με μόδα, άθληση ή ξεκούραση.
Me compré unas zapatillas nuevas para correr.
(Αγόρασα καινούργια αθλητικά παπούτσια για να τρέχω.)
No olvides llevar tus zapatillas cuando vengas a casa.
(Μην ξεχάσεις να φέρεις τις παντόφλες σου όταν έρθεις σπίτι.)
Η λέξη zapatilla μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Estar en las nubes con las zapatillas puestas.
(Να είσαι στον κόσμο σου με τις παντόφλες σου.) — Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι αφηρημένος ή ονειροπόλος.
Quedarse en zapatillas.
(Να μείνεις με παντόφλες.) — Αναφέρεται στο να παραμείνεις στο σπίτι ή σε άνετη κατάσταση.
Zapatillas de casa.
(Παντόφλες του σπιτιού.) — Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στις άνετες παντόφλες που φορά κανείς στο σπίτι.
No hace falta que vengas en zapatillas.
(Δεν χρειάζεται να έρθεις με παντόφλες.) — Χρησιμοποιείται για να επισημάνει ότι δεν χρειάζεται να είναι κάποιος αναπαυτικός ή σε επίσημο επίπεδο.
Η λέξη zapatilla προέρχεται από τη λέξη zapato που σημαίνει "παπούτσι", με την προσθήκη του επιθήματος "-illa", που δίνει την έννοια του μικρότερου ή του πιο λιτού.
Συνώνυμα: - Calzado (παπούτσι) - Deportivo (αθλητικό παπούτσι)
Αντώνυμα: - Descalzo (γυμνός πόδι) - Zapato de vestir (κομψό παπούτσι)
Αυτές οι πληροφορίες σας δίνουν μια πλήρη εικόνα της λέξης zapatilla στην ισπανική γλώσσα.